Η ροπαλομαχία που εκδηλώθηκε την Πέμπτη στα Προπύλαια για τον έλεγχο του δρόμου –ποιο «μπλοκ» θα έχει τα πρωτεία στην παράταξη, της επίσημης «εκκλησίας» ή των «παρεκκλησιαστικών» συσπειρώσεων– είναι μια σημαδιακή στιγμή. Αποκαλύπτει ότι από την πολιτική κουλτούρα που ενέπνεε κάποτε αυτές τις κινητοποιήσεις έχει απομείνει μόνο ο τελετουργικός αυτοματισμός. Εχει χαθεί το παλιό σφρίγος που αιμοδοτούνταν από τα προμεταπολιτευτικά τραύματα. Εχει επιζήσει μόνο η αγωνία για το ποια φάλαγγα θα κυριαρχήσει επί του κατειλημμένου οδοστρώματος.

Αλλοτε θα έλεγαν ότι η κυβερνητική πολιτική «διχάζει την κοινωνία». Τώρα διχάζονται μόνο εκείνοι που επιζητούν τον διχασμό – και βλέπουν ως απειλή την «κανονικότητα». Αυτό είναι ένα σπάνιο χαρακτηριστικό της πολιτικής συγκυρίας: Η κυβέρνηση αξιοποιεί την κυριαρχία της για να «κάνει πράγματα» – για να πάρει υπεσχημένες πρωτοβουλίες που δεν είναι όσο «γενναίες» διαφημίζονται, με την έννοια ότι βασίζονται σε στέρεη και από καιρό διαμορφωμένη πλειοψηφία, όπως στην περίπτωση των πανεπιστημίων. Και «κάνοντας πράγματα» –ή, σύμφωνα με ένα παλαιό παράγγελμα, «τρέποντας σε φυγή τα γεγονότα»– δεν φθείρεται η ίδια, όσο φθείρονται οι αντίπαλοί της.

Φθείρονται οι σπαρασσόμενες ομάδες στα Προπύλαια. Φθείρονται όμως και οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης που φαίνεται ότι δεν είχαν αφιερώσει καθόλου ενέργεια για να κουρδίσουν τα ιδεολογικά τους ρολόγια. Παράδειγμα, η ασυγχρονία στο εσωτερικό του κόμματος που διεκδικεί την εκπροσώπηση της σοσιαλδημοκρατικής «προόδου», ενώ το ένα τρίτο των βουλευτών του –πάνω από 10 στους 32– αντιστέκεται στην ισότητα στον γάμο. Μια νομοθετική πρωτοβουλία που έμοιαζε επικίνδυνη για τη «δεξιά» συμπολίτευση, κατέληξε να ενεργοποιεί τα συντηρητικά αντανακλαστικά που το ΠΑΣΟΚ δεν είχε φροντίσει να αποβάλει.

Το ίδιο φαίνεται ότι θα συμβεί και στο άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου το αρχαϊκό ΠΑΣΟΚ ζητάει το μερτικό του από τον ατελή εκσυγχρονιστικό εαυτό. Σε ένα πεδίο θεωρητικά προνομιακό για τις «προοδευτικές» δυνάμεις, το φιλόδοξο τρίτο κόμμα διολισθαίνει προς τον «ναιμεναλλάδικο» γλωσσοδέτη. Δεν μπορεί ούτε εναντίον των μη κρατικών πανεπιστημίων να είναι (να αντιταχθεί σε όλες τις σεβάσμιες συνταγματολογικές κεφαλές της Κεντροαριστεράς;) ούτε υπέρ (να αντιταχθεί στα πασπίτικα «γονίδιά» του;). Δεν έχει λύσει τη συνειδησιακή ροπαλομαχία στα εσωτερικά του «Προπύλαια».

Οπως ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από αυτό, το ΠΑΣΟΚ δείχνει ποιο είναι τελικά το μεγάλο ατού στο οποίο βασίζεται η νεομητσοτακική κυριαρχία: Εχει να αντιμετωπίσει μια αντιπολίτευση που διακατέχεται από διαχρονική προγραμματική οκνηρία· που κινείται με την πεποίθηση ότι της αρκεί να καταγγέλλει τα κυβερνητικά λάθη, χωρίς να έχει ετοιμάσει η ίδια κάτι θετικό –και συνεκτικό– να προτείνει. Χωρίς να έχει μπει στον κόπο να διαβάσει ποια είναι τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της εκλογικής πλειοψηφίας την οποία επιδιώκει, υποτίθεται, να μεταστρέψει.

Στην κυβέρνηση δεν χρειάζεται ούτε μεγάλη φαντασία ούτε πολλή τόλμη. Ο υποτονικός βιορρυθμός των αντιπάλων της την κάνει να φαίνεται ότι τρέχει.

Δεν ήταν και πολύ ανθρώπινο. Οι ρεπόρτερ του Λευκού Οίκου, καθοδηγούμενοι από μια δημοσιογραφική κουλτούρα που δεν γνωρίζει αβρότητες στην αναζήτηση της είδησης, ούρλιαζαν ερωτήσεις προς τον πρόεδρο Μπάιντεν. Το αντικείμενο όμως των ερωτήσεων ξεπέρασε και τα όρια της –όχι ασυνήθιστης στο περιβάλλον της Ουάσιγκτον– ωμότητας. «Πώς είναι η μνήμη σας, κύριε πρόεδρε;». «Είστε σε θέση να ασκήσετε τα καθήκοντά σας;». «Μήπως, όπως λέει ο ανακριτής, είστε απλώς ένας “καλοπροαίρετος ηλικιωμένος άνδρας”;». «Μήπως υπάρχουν στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος σε καλύτερη φυσική κατάσταση για να διεκδικήσουν το αξίωμά σας;». Παρακολουθώντας κανείς αυτό το σφυροκόπημα, δεν ήξερε αν έπρεπε να θαυμάσει τη δημοσιογραφική ευθύτητα – που μετέφερε χωρίς εξωραϊσμούς τους προβληματισμούς του μέσου πολίτη στα δώματα της εξουσίας· ή έπρεπε να μελαγχολήσει για το γεγονός ότι το βιολογικό κριτήριο –το κριτήριο της δύναμης με την πιο σαρκική, ζωώδη της έννοια– είχε τελικώς επιβληθεί ως πολιτικό ζητούμενο. Αν προϋπόθεση για την εξουσία είναι η ρώμη –η power ως σκέτη δύναμη–, τότε ο τραμπισμός έχει επικρατήσει, προτού κριθεί στην κάλπη.

QOSHE - Ρόπαλα και κρόταλα - Μιχαλησ Τσιντσινησ
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Ρόπαλα και κρόταλα

5 0
11.02.2024

Η ροπαλομαχία που εκδηλώθηκε την Πέμπτη στα Προπύλαια για τον έλεγχο του δρόμου –ποιο «μπλοκ» θα έχει τα πρωτεία στην παράταξη, της επίσημης «εκκλησίας» ή των «παρεκκλησιαστικών» συσπειρώσεων– είναι μια σημαδιακή στιγμή. Αποκαλύπτει ότι από την πολιτική κουλτούρα που ενέπνεε κάποτε αυτές τις κινητοποιήσεις έχει απομείνει μόνο ο τελετουργικός αυτοματισμός. Εχει χαθεί το παλιό σφρίγος που αιμοδοτούνταν από τα προμεταπολιτευτικά τραύματα. Εχει επιζήσει μόνο η αγωνία για το ποια φάλαγγα θα κυριαρχήσει επί του κατειλημμένου οδοστρώματος.

Αλλοτε θα έλεγαν ότι η κυβερνητική πολιτική «διχάζει την κοινωνία». Τώρα διχάζονται μόνο εκείνοι που επιζητούν τον διχασμό – και βλέπουν ως απειλή την «κανονικότητα». Αυτό είναι ένα σπάνιο χαρακτηριστικό της πολιτικής συγκυρίας: Η κυβέρνηση αξιοποιεί την κυριαρχία της για να «κάνει πράγματα» – για να πάρει υπεσχημένες πρωτοβουλίες που δεν είναι όσο «γενναίες» διαφημίζονται, με την έννοια ότι βασίζονται σε στέρεη και από καιρό διαμορφωμένη πλειοψηφία, όπως στην περίπτωση των πανεπιστημίων. Και........

© Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Get it on Google Play