Προσπαθούσε να δείχνει άνετος, παρότι το ρούχο με το οποίο είχε περιτυλίξει τον εαυτό του, δεν του το επέτρεπε. Προσπαθούσε να συνομιλήσει με την πλατεία, να απαντήσει στις φωνές που έφταναν από τη γαλαρία, να αστειευτεί. Προσπαθούσε να επιστρατεύσει και στη ζωντανή αρένα τη σαγήνη που τον εκτόξευσε στο σοσιαλμιντιακό στερέωμα, αλλά ένα τείχος ήταν εκεί. Ενα αόρατο, πλην αδιαπέραστο τείχος που χώριζε τον Στέφανο Κασσελάκη από τους συνέδρους του κόμματός του και τον έκανε να φαίνεται ξένος. Η αμηχανία και η ψύχρα στη σάλα του Τάε Κβον Ντο πιστοποιούσε ότι το ίδιο κοινό πέντε μήνες πριν είχε επιλέξει τον Κασσελάκη όχι επειδή τον εμπιστεύτηκε, αλλά μάλλον επειδή συγκινήθηκε από την εξωτικότητά του. Επέλεξε το ξένο, επειδή το οικείο ήταν δοκιμασμένο – ανιαρό και αποτυχημένο.

Με εκείνο το εκλογικό του διάβημα, το κομματικό ακροατήριο είχε από τότε συντάξει τη νεκροψία που έμελλε να εκδώσουν με καθυστέρηση τόσο ο νυν όσο και ο τέως πρόεδρος του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπνέει. «Σέρνεται», είπε ο Τσίπρας. «Βυθίζεται», είπε ο Κασσελάκης. Μπορεί ο ένας να ρίχνει στον άλλον την ευθύνη για την καθίζηση, αλλά στη διάγνωση συμφωνούν.

Επιλέγοντας να δείξει στον διάδοχό του γραπτώς την έξοδο, ο πρώην πρωθυπουργός προστάτευσε κυρίως τον εαυτό του. Συνέταξε εκ του ασφαλούς μια προκήρυξη κομματικού πατριωτισμού, ηθικολογώντας για το πώς το κόμμα πρέπει να αποδράσει από τη φούσκα του τοξικού ναρκισσισμού, στην οποία το έχει εγκλωβίσει η νέα ηγεσία. Η προτροπή διαβάζεται και ως αυτοκριτική: Ο Τσίπρας ήταν που παρέδωσε έναν πολιτικό οργανισμό τόσο ευάλωτο οργανωτικά και ελαφρύ ιδεολογικά, ώστε να μπορεί να τον μαζέψει, σαν ξεχασμένο αναπτήρα, ένας περαστικός.

Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει –χαιρέκακα, ως κωμωδία, ή αγωνιωδώς, σαν δράμα– το εσωκομματικό σπλάτερ στον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να το απολαύσει σαν παραπολιτικό υπερθέαμα. Δύσκολα, όμως, θα βρει το πολιτικό αντικείμενο της διαμάχης. Ο Κασσελάκης δεν ενοχλεί τους –τρόπος του λέγειν– συντρόφους του επειδή είναι λιγότερο ή περισσότερο αριστερός. Κι εκείνοι θέλουν να απαλλαγούν από αυτόν, αλλά στην αποστροφή τους –κυρίως για τους εξουσιαστικούς τρόπους του– δεν μπορούν να δώσουν πολιτικό σχήμα. Θέλουν να τον ξαποστείλουν. Αλλά δεν είναι σε θέση να αρθρώσουν με τι θα ήθελαν να τον αντικαταστήσουν. Δεν μπορούν καν να εξηγήσουν πώς, από το πουθενά, βρέθηκαν μαζί του δεμένοι.

Ισως έπρεπε να αρχίσουν από εκεί. Πώς πέτυχε ο Κασσελάκης; Την πολιτική αμηχανία δεν την προκάλεσε εκείνος στον ΣΥΡΙΖΑ. Ζαλισμένο από την ήττα και ορφανό από τον αρχηγό που το συνείχε, το κόμμα αφέθηκε στα χέρια των μελών του. Χωρίς τον Τσίπρα και χωρίς να έχει αποπειραθεί να εξηγήσει η ίδια τη συντριβή, η σαστισμένη ηγεσία ρώτησε τη βάση «τι να κάνουμε;»· «τι να γίνουμε;». Και η βάση αντιγύρισε, σε συσκευασία Κασσελάκη, την αμηχανία τους.

Τώρα, οι ίδιοι άνθρωποι ετοιμάζονται να θέσουν πάλι στη βάση το ίδιο ερώτημα, χωρίς να το έχουν θέσει πρώτα στους εαυτούς τους. Ετοιμάζονται να μεταθέσουν ξανά στην πλατεία το δικό τους σάστισμα. Διακινδυνεύουν να λάβουν την ίδια απάντηση.

Δεν ήταν δυστύχημα. Ηταν εθνικό τραύμα. Οπως έλεγε και το σύνθημα στις νεανικές διαδηλώσεις εκείνων των ημερών, δεν ήταν η κακιά η ώρα. Ηταν η κακιά η χώρα. Σαν ρωγμή στον φλοιό της φρέσκιας κανονικότητας, τα Τέμπη άφησαν να φανεί το μάγμα της χρεοκοπίας – η ηθικοπολιτική ύλη της αποτυχημένης χώρας, που, μεταξύ άλλων, είχε ξοδέψει εκατοντάδες εκατομμύρια για να καταφέρει στο τέλος να μην έχει σιδηρόδρομο. Ψάχνουμε την ποιότητα της δημοκρατίας σε βαθμολογίες των θεσμών. Πιο ενδεικτική, όμως, για τη θεσμική ωριμότητα της χώρας θα μπορούσε να είναι η ποιότητα του πιο δημοκρατικού μεταφορικού μέσου – του φθηνού, μαζικού, πράσινου τρένου. Δείκτης «κράτους δικαίου» είναι να έχει ο φοιτητής της περιφέρειας έναν ασφαλή και γρήγορο τρόπο για να φτάνει από τον τόπο της καταγωγής του στον τόπο των σπουδών του. Το κράτος που εμπιστεύτηκε ζωές στο τυφλό χέρι ενός αδαούς γραφειοκράτη δεν έχει ακόμη αλλάξει. Η αλλαγή προϋποθέτει επίγνωση. Και η συλλογική επεξεργασία του τραύματος από τους θεσμούς, αλλά και από τον ψυχικό μας μεταβολισμό, θα μπορούσε να αποδοθεί και μονολεκτικά. Το τραύμα δεν το μεταβολίσαμε. Το ξεχάσαμε.

Η ειρηνική κάθοδος των τρακτέρ ήταν η πανηγυρική συνάντηση των δύο Ελλάδων. Το Σύνταγμα είναι και δικό τους Σύνταγμα.

QOSHE - Ξεχασμένοι αναπτήρες - Μιχαλησ Τσιντσινησ
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Ξεχασμένοι αναπτήρες

5 0
25.02.2024

Προσπαθούσε να δείχνει άνετος, παρότι το ρούχο με το οποίο είχε περιτυλίξει τον εαυτό του, δεν του το επέτρεπε. Προσπαθούσε να συνομιλήσει με την πλατεία, να απαντήσει στις φωνές που έφταναν από τη γαλαρία, να αστειευτεί. Προσπαθούσε να επιστρατεύσει και στη ζωντανή αρένα τη σαγήνη που τον εκτόξευσε στο σοσιαλμιντιακό στερέωμα, αλλά ένα τείχος ήταν εκεί. Ενα αόρατο, πλην αδιαπέραστο τείχος που χώριζε τον Στέφανο Κασσελάκη από τους συνέδρους του κόμματός του και τον έκανε να φαίνεται ξένος. Η αμηχανία και η ψύχρα στη σάλα του Τάε Κβον Ντο πιστοποιούσε ότι το ίδιο κοινό πέντε μήνες πριν είχε επιλέξει τον Κασσελάκη όχι επειδή τον εμπιστεύτηκε, αλλά μάλλον επειδή συγκινήθηκε από την εξωτικότητά του. Επέλεξε το ξένο, επειδή το οικείο ήταν δοκιμασμένο – ανιαρό και αποτυχημένο.

Με εκείνο το εκλογικό του διάβημα, το κομματικό ακροατήριο είχε από τότε συντάξει τη νεκροψία που έμελλε να εκδώσουν με καθυστέρηση τόσο ο νυν όσο και ο τέως πρόεδρος του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπνέει. «Σέρνεται», είπε ο Τσίπρας. «Βυθίζεται», είπε ο Κασσελάκης. Μπορεί ο ένας να ρίχνει........

© Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Get it on Google Play