- Μεγαλώσανε, ζωή νά ‘χουνε. Δε μπαίνουν τώρα στα ρούχα τους! (Και τα περσινά, της ελεημοσύνης ήταν. Δεν ήταν ακριβώς ρούχα τους, αλλ’ αυτό δεν πείραζε κανένα.)

Να λέει μυστικά ο πατέρας στο φούρναρη της γειτονιάς:

- Δώσε μας το ψωμί βερεσέ. Μόλις πουλήσω το λάδι, θα σε πληρώσω αμέσως. (Αυτά για όσους είχαν λιοστάσι. Για όσους δεν είχαν, δεν ξέρω.) Και, κοίταξε, μην δίνεις στα παιδιά μου φρέσκο ψωμί, όταν έρχονται να ψωνίσουν. Θα το φάνε αμέσως. Kαι δε βγαίνουμε!

Τα παιδιά ήταν συνήθως από τέσσερα και πάνω. Βάλε και τους δυο γονείς και καμιά γιαγιά – χωρίς σύνταξη εκείνη την εποχή – η επταμελής οικογένεια ήταν το πιο συνηθισμένο.

To ψωμί ήταν το πιο αναγκαίο, το βασικότερο και, κατά συνέπεια, το ιερότερο είδος διατροφής. Δεν πρέπει να το σπαταλάμε και να μην πετάμε ούτε μια μιικρή μπουκιά.΄Αλλοι ανθρωποι δεν έχουν ούτε τη μπουκιά.

Η γενιά μου μεγάλωσε μ’αυτό το μότο ηθικής. Αυτό το δίδαγμα παίρναμε κι από το σπίτι κι από το σχολείο. Γι’ αυτό, όταν το ψωμί που είχαμε εμείς τα παιδιά στην τσέπη της ποδιάς μας ήταν ξερό, φυσικά και δεν το πετάγαμε. Το βρέχαμε, βάζαμε ρίγανη και το τρώγαμε. Οταν όμως είχε μουχλιάσει, το φιλούσαμε, το σταυρώναμε, το κόβαμε κομματάκια και το πετάγαμε στα πουλιά. Μόνον τότε!

Κάτω από τέτοιες συνθήκες και μέσα σε τόσες στερήσεις, όταν έφθανε η αποκριά, το Αιτωλικό αποφάσιζε να το γλεντήσει. Είχε μεγάλη έφεση και στο χορό και στο ούζο. Είχε όμως και δυο μεγάλους εχθρούς: την ένδεια και τη στάση της εκκλησίας. Ηταν μεγάλη αμαρτία να μεθήσεις (κι αυτό το λέγανε στο Αιτωλικό!), να χορέψεις ευρωπαϊκούς χορούς, να μασκαρευτείς. Οι μασκαράδες θα πηγαίνανε όλοι στην κόλαση. Όλοι, μα όλοι!

Παρόλα αυτά, οι Αιτωλικιώτες, σε σπίτια και παρέες, όλο και γλεντούσανε την αποκριά. Ο κόσμος δεν είχε άλλες διεξόδους. Δεν υπήρχε ούτε η τηλεόραση. Τα μαγαζιά και τα περίπτερα, λίγα, πολύ λίγα, πουλάγανε χάρτινες μάσκες μεταμφίεσης, μια δραχμή το κομμάτι. Δε θυμάμαι όμως τί απεικόνιζαν. Γιατί η μνήμη αυτή στα πρώτα παιδικά μου χρόνια κείται... Δε λέγαμε ωστόσο «μασκαρεύτηκε». Λέγαμε «ντύθηκε μπούλα».

Θά θελα αυτή τη μνήμη να την πω... Παρέες μεγάλων, ενηλίκων, γύριζαν σε σπίτια γνωστών τους να χαιρετίσουν, για το καλό. Οι νοικοκυρέοι κερνούσαν ούζο κι ό,τι άλλο άντεχε η τσέπη τους. Η επίσκεψη μπορούσε να εξελιχθεί και σε γλέντι, αναλόγως.

Θα ήθελα, όμως, να εστιάσω στα παιδιά. Ντυνόντανε μπούλες και γυρίζανε στα σπίτια, να τους κεράσει η νοικοκυρά λουκουμάκι. Αγόρια συνήθως. Κι επειδή στολές δεν υπήρχαν στο Αιτωλικό, ούτε κανείς χαλάλιζε λεφτά «για τα μικρά τώρα, σιγά», τα παιδιά φορούσαν τη ρόμπα της μάνας τους. Βαζανε και μια μαντήλα στο κεφάλι και γυρίζανε στη γειτονιά, να μας ξεγελάσουν.

Ελα, όμως, που αυτήν τη ρόμπα την ξέρανε όλοι στην κάθε γειτονιά και στην παρακάτω. Μία ρόμπα είχε η κάθε γυναίκα. Μ’αυτή έκανε τις δουλιές στο σπίτι της, μ’αυτή στο μπακάλη να ψωνίσει, μ’αυτή στη βρύση να πάρει νερό. (Η δεύτερη ρόμπα ήταν για τις πολύ λίγες και τυχερές). Μόλις λοιπόν βλέπαμε τη ρόμπα, εντοπίζανε και το γιο.

-Η ρόμπα της θεια-Λένης. Ή ο Σπύρος είναι ή ο Νίκος.

-Η ρόμπα της θεια-Βούλας. Ή ο Γιώργος είναι, ή ο Σταύρος, ή ο Σταμάτης.

Παρόλα αυτά, το λουκουμάκι έπεφτε και χαιρόμαστε την πλάκα κι από τη μια πλευρά κι από την άλλη. Η χαρά αυτή όμως ήταν επισφαλής, στην παραμικρή διαμάχη, στο σχολείο ή στην αλάνα, αρχίζαμε τους εκβιασμούς:

-Θα πάω να πω στην Κυρία πως στις Απόκριες ντύθηκες Μπούλα! Να μάθεις!

Την Καθαρή Δευτέρα κι ανάλογα με τον καιρό, πολλοί Αιτωλικιώτες πηγαίνανε στην εξοχή. Λαγάνα, ταραμάς αλάδωτος, χαλβάς, μαρούλια, κρεμμυδάκια φρέσκα. Και πολλά θαλασσινά, υφάδες, καβούρια, πίνες. Με σκέτο λεμόνι. Όχι λάδι. Το διαιτολόγιο της Καθαρής Δευτέρας ήταν παρόμοιο με της Μεγάλης Παρασκευής. Αυστηρή νηστεία. Ο κόσμος πίστευε συνειδητά κι αυτό του έδινε τη δύναμη να νηστεύει πραγματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πάρα πολλοί κατάφερναν να νηστέψουν όλη τη σαρακοστή.

Μέσα στο Αιτωλικό, δρώμενα αποκριάτικα, χαμηλής έμπνευσης και μηδαμινού κόστους. Θυμάμαι την «κηδεία», που παίχτηκε αρκετά χρόνια. Ο μπαρμπα Κίτσος ο ...... παρίστανε τον πεθαμένο και οι φίλοι του παρίσταναν τους τεθλιμμένους συγγενείς, μοιρολογούσαν και ξεφώνιζαν. Ξαπλωμένο πάνω σε ένα κάρο με ρόδες, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, μ’ενα λιβανιστήρι δίπλα του, τον γύρναγαν σ’ όλους τους δρόμους του Αιτωλικού. Κατά καιρούς, τον σήκωναν πάνω, τον πότιζαν κρασί κι έπιναν κι αυτοί. Και συνέχιζαν. Από πίσω η λιανομαρίδα του Αιτωλικού – βρήκε θέαμα. Ανάμεσά τους και η Μιμίκα, η μικρή εγγονή του νεκρού, κλαίγοντας.

- Πέθανες, παππού;

- Πέθανα, της απαντούσε.

Γέλια πολλά και τρανταχτά. «Άντε και του χρόνου!»

Αλλά η ωραιότερη ανάμνηση της παιδικής μου αποκριάς είναι ένα τραγούδι, το «αμπέλι». Περνούσαν παρέες-παρέες οι γλεντοκόποι στους δρόμους και το τραγουδούσαν. Και μόνον ο τίτλος σε συνδέει άμεσα με τη διονυσιακή λατρεία. Ο στίχος απλός, πειστικός κι ήρεμος.

«Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο – μα τον ουρανό, και μα την κορδελίτσα πού ‘χεις στο λαιμό.»

«Μου χάλασες, μωρέ παλιάμπελο, κι εγώ θα σε πουλήσω - μα τη θάλασσα, κοντούλα και γεμάτη, μα σ ’αγκάλιασα.»

Δεν είναι αριστουργηματικοί οι στίχοι αυτοί; Ο τραγουδιστής αισθητοποιεί τη φύση, το αμπέλι, και συζητάει μαζί του. Δίνει όρκους παγανιστικούς- μα τον ουρανό,- μα τη θάλασσα- και μεταφέρει αβίαστα το κέντρο της εικόνας από το αμπέλι στην αγαπημένη του, κι από κει ξανά στο αμπέλι. Και η μουσική, ο ρυθμός, στο ίδιο ύψος με το στίχο. Προκαλώντας έτσι ευφορία ψυχής. Αληθινή απόλαυση!

Αυτήν τη μνήμη, τώρα, πώς να τηνε πω;

Μάγδα Βελτσίστα

ακολουθήστε το aixmi-news.gr στο Facebook για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

QOSHE - Θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω (2) - Μάγδα Βελτσίστα
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω (2)

8 1
17.03.2024

- Μεγαλώσανε, ζωή νά ‘χουνε. Δε μπαίνουν τώρα στα ρούχα τους! (Και τα περσινά, της ελεημοσύνης ήταν. Δεν ήταν ακριβώς ρούχα τους, αλλ’ αυτό δεν πείραζε κανένα.)

Να λέει μυστικά ο πατέρας στο φούρναρη της γειτονιάς:

- Δώσε μας το ψωμί βερεσέ. Μόλις πουλήσω το λάδι, θα σε πληρώσω αμέσως. (Αυτά για όσους είχαν λιοστάσι. Για όσους δεν είχαν, δεν ξέρω.) Και, κοίταξε, μην δίνεις στα παιδιά μου φρέσκο ψωμί, όταν έρχονται να ψωνίσουν. Θα το φάνε αμέσως. Kαι δε βγαίνουμε!

Τα παιδιά ήταν συνήθως από τέσσερα και πάνω. Βάλε και τους δυο γονείς και καμιά γιαγιά – χωρίς σύνταξη εκείνη την εποχή – η επταμελής οικογένεια ήταν το πιο συνηθισμένο.

To ψωμί ήταν το πιο αναγκαίο, το βασικότερο και, κατά συνέπεια, το ιερότερο είδος διατροφής. Δεν πρέπει να το σπαταλάμε και να μην πετάμε ούτε μια μιικρή μπουκιά.΄Αλλοι ανθρωποι δεν έχουν ούτε τη μπουκιά.

Η γενιά μου μεγάλωσε μ’αυτό το μότο ηθικής. Αυτό το δίδαγμα παίρναμε κι από το σπίτι κι από το σχολείο. Γι’ αυτό, όταν το ψωμί που είχαμε εμείς τα παιδιά στην τσέπη της ποδιάς μας ήταν ξερό, φυσικά και δεν το πετάγαμε. Το βρέχαμε, βάζαμε ρίγανη και το τρώγαμε. Οταν όμως είχε μουχλιάσει, το φιλούσαμε, το σταυρώναμε, το κόβαμε κομματάκια και το πετάγαμε στα πουλιά. Μόνον τότε!

Κάτω από τέτοιες συνθήκες και μέσα σε τόσες στερήσεις, όταν έφθανε η αποκριά, το Αιτωλικό αποφάσιζε να το γλεντήσει. Είχε μεγάλη έφεση και στο χορό και στο ούζο. Είχε όμως και........

© ΑΙΧΜΗ


Get it on Google Play