Νεβρός ποτε πρὸς τὸν ἔλαφον εἶπε· «Πάτερ, σὺ καὶ μείζων καὶ ταχύτερος κυνῶν πέφυκας, καὶ κέρατα πρὸς τούτοις ὑπερφυᾶ φέρεις εἰς ἄμυναν. Τί δή ποτ’ οὖν οὕτω τούτους φοβῇ;». Κἀκεῖνος γελῶν εἶπεν· «Ἀληθῆ μὲν ταῦτα φῇς, τέκνον· ἓν δ’ οἶδα, ὡς, ἐπειδὰν κυνὸς ὑλακὴν ἀκούσω, αὐτίκα πρὸς φυγὴν οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐκφέρομαι».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν.

[Ένα ελαφάκι είδε τον πατέρα του που φοβόταν τα σκυλιά και τον ρώτησε: «εσύ είσαι πιο μεγαλόσωμος και πιο γρήγορος στα πόδια απ’ τα σκυλιά, και επιπλέον διαθέτεις καί τεράστια κέρατα, με τα οποία μπορείς να χτυπάς τούς εχθρούς σου και να αμύνεσαι. Γιατί λοιπόν φοβάσαι τα σκυλιά;».

Κι ο πατέρας τού ελαφακιού, χαμογελώντας για τα ίδια του τα χάλια, απάντησε: «καλά λες, παιδί μου! Δεν θά ’πρεπε να φοβάμαι, αλλά δε μπορώ να το ελέγξω: κάθε φορά που ακούω γάβγισμα σκύλου, με πιάνει πανικός και το βάζω στα πόδια».

Ο μύθος υπονοεί ότι καμμιά προτροπή ή εμψύχωση δε μπορεί να αλλάξει την ψυχολογία τών άτολμων και δειλών ανθρώπων.

Παροιμίες: «Κουνελόψυχος», «Χτυπά η καρδιά του σαν του λαγού», «Σαν το λαγό φογάται και τη σκιάν του». «ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ· φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος» (Ψαλμός Δαυΐδ, 54. 5-6). Ἐλάφειος ἀνήρ: ἐπὶ τοῦ δειλοῦ, ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ζώου. Δειλὸν γὰρ ἡ ἔλαφος» (Ζηνοβίου). «Ῥηγίνων δειλότερος: τοὺς δειλοὺς Ῥηγίνους ἔλεγον. Ξέναρχος γὰρ ὁ Σώφρονος υἱὸς εἰς δειλίαν ἐκωμῴδησε τοὺς Ῥηγίνους» (Ζηνοβίου). «Κανθάρου σκιά: ἐπὶ τῶν φοβουμένων, ἔνθα οὐ δεῖ» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].

Νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα, ἱματίου αὐτῷ μόνου περιλειφθέντος, ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ἐλθοῦσαν, οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι, ὡς μηκέτι δεόμενος τοῦ ἱματίου, καὶ τοῦτο φέρων ἀπημπόλησεν. Ὕστερον δὲ χειμῶνος ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου, περιιών, ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην, ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ὦ αὕτη, σὺ κἀμὲ καὶ σὲ ἀπώλεσας».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάντα τὰ παρὰ καιρὸν δρώμενα ἐπισφαλῆ τυγχάνουσιν.

[Μια φορά ήταν ένας νεαρός, άσωτος και παραλυμένος. Αυτός έφαγε όλη την περιουσία τού πατέρα του. Δεν του είχε απομείνει τίποτα, παρά μονάχα ένα πανωφόρι.

Μια μέρα, αυτός ο άσωτος υιός είδε ένα χελιδόνι, το οποίο εμφανίστηκε πριν την ώρα του. Ο άσωτος, γεμάτος χαρά, πίστεψε πως είχε φτάσει κιόλας το καλοκαίρι και πως δεν χρειαζόταν πια το πανωφόρι του. Πήγε λοιπόν και το πούλησε κι αυτό.

Όμως, ύστερα από λίγο, πλάκωσε πάλι βαρυχειμωνιά κι έκανε τρομερό κρύο. Ο άσωτος τότε άρχισε να τριγυρνά εδώ κι εκεί, ώσπου είδε και το χελιδόνι να κείτεται κάτω ψόφιο. Τότε τού είπε: «καταραμένο πλάσμα, εσύ κατέστρεψες καί τον εαυτό σου καί εμένα!».

Δίδαγμα πρώτο: καθετί που γίνεται έξω απ’ την ώρα του και τον καιρό του εγκυμονεί κινδύνους.

Παροιμίες: «Όποιος βιάζεται σκοντάφτει κι όποιος τρέχει σκουντουφλά» (Χίος). «Γαμπρόν τον ανυπόμονον τον απορρίχτ' η νύφη./Το γλήορο με το καλό δεν πάν’ μαζίν τα δυό των» (Αμοργός). «Προτού του νου σ' μη τρέχ'ς» (Λέσβος). «Ο κάττης από τη βγιά ντου τυφλά κάνει τα παιδιά ντου» (Κρήτη). «Η σκύλλα από τη βιά τσ' κάνει τα κουτάβια τσ' στραβά» (Κρήτη). «Η βιάση ψένει το ψωμί μα δεν το καλοψένει». «Το γλήορον και το καλόν ‘εν παν μαζίν τα δκυό τους» (Κύπρος). Γνώμη Θεόγνιδος: «Βουλεύου δὶς καὶ τρίς, ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ·/ἀτηρὸς γάρ τοι λάβρος ἀνὴρ τελέθει» (Θέογνις, Elegia st. 633-634 Diehl). Γνώμη Μενάνδρου: «Προπέτεια πολλοῖς ἐστιν αἰτία κακῶν» (Η βιασύνη είναι αιτία πολλών κακών) (Μένανδρος, Supplementum ex Aldo 69).

Δίδαγμα δεύτερο: κάποιοι ανεγκέφαλοι και ασυλλόγιστοι άνθρωποι, με πολύ μεγάλη ευκολία, φορτώνουν τις δικές τους ευθύνες και παραλείψεις σε άλλους, επειδή δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ηθικό ανάστημα ν’ αναγνωρίσουν τα λάθη τους και να διορθωθούν. Δηλαδή πάσχουν από ηθική ανεντιμότητα και ανανδρία].

Νοσῶν τις καὶ ἐπερωτώμενος ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ πῶς διετέθη, ἔλεγε πλέον τοῦ δέοντος ἱδρωκέναι. Ὁ δὲ ἔφη· Ἀγαθὸν τοῦτο. Ἐκ δευτέρου δὲ ἐρωτώμενος πῶς ἔχοι, ἔφη φρίκῃ συνεχόμενος διατετινάχθαι. Ὁ δέ· «Καὶ τοῦτο, ἔφη, ἀγαθόν». Τὸ δὲ τρίτον ὡς παρεγένετο καὶ ἐπηρώτα αὐτὸν περὶ τῆς νόσου, διαρροίᾳ περιπεπτωκέναι ἔφασκε. Κἀκεῖνος ἀγαθὸν καὶ τοῦτο φήσας ἀπηλλάγη. Τῶν δὲ οἰκείων τινὸς παραγενομένου πρὸς αὐτὸν καὶ πυνθανομένου πῶς ἔχοι, ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἐγώ σοι ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν ἀπόλωλα».

Οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τούτοις ὑπὸ τῶν πέλας μακαρίζονται τῇ ἔξωθεν οἰήσει, ἐφ’ οἷς αὐτοὶ παρ’ ἑαυτοῖς τὰ μάλιστα δυσφοροῦσιν.

[Ήταν κάποτε ένας άρρωστος που τον επισκέφτηκε ο γιατρός. Ο γιατρός γύρευε να πληροφορηθεί ποια ήταν η κατάσταση τού ασθενούς. Ο άρρωστος απάντησε πως είχε ιδρώσει πολύ περισσότερο απ’ το κανονικό. Ο γιατρός τον διαβεβαίωνε πως εκείνο το σύμπτωμα ήταν πολύ καλό. Στη δεύτερη επίσκεψη, ο γιατρός τον ξαναρώτησε πώς αισθάνεται. Ο ασθενής απάντησε πως τον είχαν πιάσει τέτοια ρίγη που έτρεμε όλο του το σώμα. – «Κι αυτό είναι πολύ καλό σύμπτωμα!» αποφάνθηκε ο σπουδαίος γιατρός. Την τρίτη φορά που τον επισκέφτηκε ο γιατρός για να εξετάσει την εξέλιξη τής αρρώστιας, ο άνθρωπος είπε πως είχε προσβληθεί από διάρροια. – «Πολύ ωραία, πολύ ωραία!» αναφώνησε πάλι.

Αργότερα επισκέφτηκε τον άρρωστο κάποιος συγγενής του και τον ρώτησε πώς πάει η υγεία του. – «Έχω τα μαύρα μου τα χάλια! Κατάντησα έτσι από τα πολλά καλά!».

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους: οι άλλοι, βασισμένοι στην εξωτερική τους εικόνα μονάχα, τους θεωρούν τυχερούς κι ευτυχισμένους, και μάλιστα για εκείνα τα πράγματα για τα οποία οι ίδιοι οι άνθρωποι στενοχωριούνται περισσότερο.

Παροιμίες: «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρ’ ο μουσαφίρης» (Ήπειρος). «Κάλλια ξέρ' ο λωλός νοικοκύρης, παρά τον φρόνιμον διαβάτην./Πας ένας το τσουκαλάκιν του ξέρ’ είντα μαειρεύγει» (Αμοργός). Ποντιακή: «Τη μοναστηρί τα καμώματα οι καλοέρ εξέρ΄νε»].

Νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους στειλάμενοι ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν. καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον κατέθηκεν, ἡ δὲ βάτος ἐσθῆτα ἐνεβάλετο, ἡ δὲ αἴθυια χαλκὸν πριαμένη καὶ τοῦτον ἐνθεμένη ἔπλει. χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης ‹πάντα ἀπολέσαντες αὐτοὶ ἐπὶ τὴν γῆν διεσώθησαν καὶ› ἡ μὲν αἴθυια ἀπ᾽ ἐκείνου τὸν χαλκὸν ζητοῦσα ἐπὶ τοῦ βυθοῦ δύνει οἰομένη ποτὲ εὑρήσειν, ἡ δὲ νυκτερὶς τοὺς δανειστὰς φοβουμένη ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται, νυκτὸς δὲ ἐπὶ [τὴν] νομὴν ἔξεισιν, ἡ δὲ βάτος τὰς ἐσθῆτας ἐπιζητοῦσα τῶν παριόντων ἐπιλαμβάνεται τῶν ἱματίων προσδοκῶσα τῶν ἰδίων τι ἐπιγνώσεσθαι.

ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι περὶ ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν, περὶ ἃ ἂν πρότερον πταίσωμεν.

[Η νυχτερίδα, ο βάτος και ο κορμοράνος συμφώνησαν να συνεργαστούν, κι αποφάσισαν ν’ ασχοληθούν με το εμπόριο. Έτσι η νυχτερίδα δανείστηκε χρήματα και τα επένδυσε στην κοινή επιχείρηση. Ο βάτος πάλι έφερε ρούχα, ενώ ο κορμοράνος αγόρασε χαλκό και τον φόρτωσε στο πλοίο. Κι όλοι μαζί ταξιδεύανε στη θάλασσα.

Όμως, στη διάρκεια τού ταξιδιού, τους έπιασε άγρια καταιγίδα και το πλοίο τους αναποδογύρισε, με αποτέλεσμα να χάσουν τα πάντα. Μονάχα οι ίδιοι μπόρεσαν να βγουν στη στεριά και να γλυτώσουν.

Από ’κείνο τον καιρό λοιπόν ο κορμοράνος γυρεύει το χαλκό του, και γι’ αυτό κάθε τόσο κάνει βουτιές μέχρι το βυθό τής θάλασσας, πιστεύοντας πως θα τον ξαναβρεί. Η νυχτερίδα πάλι φοβάται τούς δανειστές απ’ τους οποίους πήρε τα χρήματα, γι’ αυτό και δεν εμφανίζεται ποτέ τη μέρα αλλά κυκλοφορεί μόνο τις νύχτες. Τέλος, ο βάτος ψάχνει τα ρούχα του, γι’ αυτό πάντα γραπώνει τα πανωφόρια τών περαστικών, προσδοκώντας ότι θ’ αναγνωρίσει κάποτε το δικό του ρούχο.

Δίδαγμα: ο άνθρωπος δείχνει μεγάλη προσοχή συνήθως σε πράγματα στα οποία κατά το παρελθόν έχει κάνει λάθος.

Παροιμίες: «Πρώτα εγαμήθην η γριά κ' έπειτα εσφιχτομανταλώθη» (Χίος). «Μια φορά γαμιέται η γρια». «Απής η γρα γαστρώθηκε εσφιχτομανταλώθηκε./Μια φορά την παθαίν' ο φρόνιμος» (Κρήτη). «Άμα την έπαθε η γριούλα 'σφάλισε και την πορτούλα» (Λέσβος). «Όποιος το πάθει μιαβ βολάν, εθ θέλει ποιομ παρατζελιάν» (Κύπρος). «Τ’ άλογο το πληγωμένο όταν δει τη σέλλα τρέμει». «Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ» (Το να πέσεις δυο φορές στο ίδιο λάθος αυτό είναι αμυαλοσύνη) (Μένανδρος 121)].

Νυκτερὶς ἐπὶ γῆς πεσοῦσα ὑπὸ γαλῆς συνελήφθη, καὶ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι περὶ σωτηρίας ἐδεῖτο. Τῆς δὲ φαμένης μὴ δύνασθαι αὐτὴν ἀπολῦσαι, φύσει γὰρ πᾶσι τοῖς πτηνοῖς πολεμεῖν, αὐτὴ ἔλεγεν οὐκ ὄρνις, ἀλλὰ μῦς εἶναι, καὶ οὕτως ἀφείθη. Ὕστερον δὲ πάλιν πεσοῦσα καὶ ὑφ’ ἑτέρας συλληφθεῖσα γαλῆς μὴ βρωθῆναι ἐδεῖτο. Τῆς δὲ εἰπούσης ἅπασιν ἐχθραίνειν μυσίν, αὐτὴ μὴ μῦς, ἀλλὰ νυκτερὶς ἔλεγεν εἶναι, καὶ πάλιν ἀπελύθη. Καὶ οὕτω συνέβη δὶς αὐτὴν ἀλλαξαμένην τὸ ὄνομα σωτηρίας τυχεῖν.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ καὶ ἡμᾶς μὴ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ ἐπιμένειν, λογιζομένους ὡς οἱ τοῖς καιροῖς συμμετασχηματιζόμενοι πολλάκις τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν.

[Μια νυχτερίδα έπεσε στη γη, καθώς ήταν κρεμασμένη ανάποδα από τα κλαδιά ενός δέντρου. Την ώρα που έπεσε, την έπιασε μια γάτα. «Λυπήσου με και μη με φας!» παρακαλούσε η νυχτερίδα. – «Δε γίνεται να σ’ αφήσω και να μη σε φάω! Εγώ είμαι γάτα κι είναι στη φύση μου να κυνηγώ και να πιάνω ό,τι πετά». – «Μα εγώ δεν είμαι πουλί, είμαι ποντικός!» είπε ως δικαιολογία η νυχτερίδα. – «Εντάξει λοιπόν! Δεν σε τρώω και σ’ αφήνω» ήταν η αντίδραση τής γάτας.

Ύστερα από λίγο καιρό, έτυχε η ίδια νυχτερίδα να ξαναπέσει κάτω από το δέντρο και να συλληφθεί τώρα από μια άλλη γάτα: «σε παρακαλώ πολύ μη με φας!» την ικέτευε. – «Μα εγώ είμαι γάτα και το φυσικό μου είναι να πιάνω ποντικούς. Δε γίνεται λοιπόν να μη σε φάω!». – «Μα εγώ δεν είμαι ποντικός, είμαι νυχτερίδα, δηλαδή ανήκω στα πετούμενα!».

Και, προβάλλοντας η νυχτερίδα αυτή τη δικαιολογία, σώθηκε καί για δεύτερη φορά. Συνέβη δηλαδή να τη γλυτώσει και τις δυο φορές επειδή ακριβώς άλλαξε τ’ όνομά της.

Ανάλογα κι εμείς: πρέπει να μη μένουμε «κολλημένοι» κι αμετακίνητοι σε σταθερές κι αμετάβλητες συμπεριφορές, αλλά να επιδεικνύουμε ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Διότι, μονάχα όποιος προσαρμόζεται στις εκάστοτε δύσκολες συγκυρίες τής ζωής, έχει τη δυνατότητα να ξεγλυστρά απ’ τις αντίξοες περιστάσεις και να βγαίνει αλώβητος απ’ αυτές.

Παροιμίες: «Έχει το κοκκαλάκι τής νυχτερίδας», «Τς' νυχτερίδας τού κουκάλ'» (Σάμος). Τουρκική: «İpten kazıktan kurtulmuş» (Όποιος γλίτωσε την κρεμάλα, γλίτωσε και τη φωτιά). «Το κλαδί που δε λυγά, σπά’» (Χίος). «Δεντρόμ πογ κλινίσκει, πάντ' αέρας το τσακίζει./Δεντρόμ που κλινίσκει ερ ραΐζεται./Δεντρόμ που κλινίσκει, εφ φοάται να κοπή./Δεντρόμ που κλινίσκει, ποττέ του εν τσακκίζει./Δεντρόμ που λυά εν ι-σπάζει (Κύπρος). «Όσο κλίνει το καλάμι, δε σπα» (Κρήτη). Ανάλογη άποψη στον Σοφοκλή: «ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα/δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,/τὰ δ᾽ ἀντιτείνοντ᾽ αὐτόπρεμν᾽ ἀπόλλυται» (Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ. 712-714)].

Ξύλα ποτὲ ἐπορεύθη τοῦ χρῖσαι ἐφ᾽ ἑαυτῶν βασιλέα. καὶ εἶπαν τῇ ἐλαίᾳ· «βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία· «ἀφεῖσα τὴν πιότητά μου, ἣν ἐδόξασεν ἐν ἐμοὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι, πορευθῶ ἄρχειν τῶν ξύλων;» καὶ εἶπαν τὰ ξύλα τῇ συκῇ· «δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ· «ἀφεῖσα τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὸ γέννημά μου τὸ ἀγαθὸν πορευθῶ τοῦ ἄρχειν τῶν ξύλων;» καὶ εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ῥάμνον· «δεῦρο, βασίλευσον ἐφ᾽ ἡμῶν». καὶ εἶπεν ἡ ῥάμνος ‹πρὸς› τὰ ξύλα· «εἰ ἐν ἀληθείᾳ ὑμεῖς χρίετέ με εἰς βασιλέα ἐφ᾽ ὑμῶν, δεῦτε, ὑπόστητε ἐν τῇ σκέπῃ μου· καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ ἐκ τῆς ῥάμνου καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου».

[Μια φορά μαζεύτηκαν όλα τα δέντρα για να διαλέξουν ποιο απ’ όλα τους θα χρίσουν βασιλιά τους. Πρότειναν λοιπόν στην ελιά: «Γίνε εσύ η βασίλισσά μας!». Και η ελιά απάντησε: «Τι είν’ αυτά που λέτε! Θα αφήσω εγώ το παχύ μου λάδι, που με δόξασε στα μάτια θεού κι ανθρώπων, και θα κάτσω ν’ ασχοληθώ με την πολιτική, να τρέχω να κυβερνώ δέντρα;».

Ύστερα τα δέντρα έκαμαν την ανάλογη πρόταση στη συκιά: «έλα εσύ να γίνεις βασίλισσά μας!». Αλλά ούτε κι η συκιά ανταποκρίθηκε: «σιγά να μην αφήσω τούς γλυκούς και ευλογημένους καρπούς μου για να πάω να κάνω τον αρχηγό στα δέντρα!».

Στο τέλος, τα δέντρα, αναγκαστικά, απευθύνθηκαν στον αγκαθερό βάτο: «έλα εσύ και γίνε ο βασιλιάς μας!».

Κι η απάντηση τού βάτου προς τα δέντρα: «στ’ αλήθεια, θέλετε να με χρίσετε και να με στέψετε βασιλιά σας για να σας εξουσιάζω; Αν αυτό θέλετε, ελάτε να κάτσετε κάτω από τη σκέπη μου! Αλλιώς, μακάρι να ξεπεταχτεί φωτιά από μέσα μου και να κατακάψει τούς κέδρους τού Λιβάνου!».

Δίδαγμα: σε μια πολιτική κοινωνία (χωριό, δήμο, κράτος) όπου οι άξιοι και κατάλληλοι να κυβερνήσουν εκδηλώνουν απροθυμία ν’ αναμειχθούν στα κοινά, τότε αυτομάτως αφήνουν ελεύθερο το πεδίο στους ανάξιους και ακατάλληλους, οι οποίοι, αναλαμβάνοντας την εξουσία, οπωσδήποτε μονάχα προβλήματα θα επισωρεύσουν στην πολιτική κοινότητα. Δηλαδή η αποχή από τα κοινά τών άξιων και ωφέλιμων ανοίγει το δρόμο στους ανάξιους και επιζήμιους.

Παροιμία: «Στον καταραμένο τόπο οι μαϊμούδες προεστοί». (Βλέπε και το μύθο Κάμηλος ἀφοδεύσασα ἐν ποταμῷ)].

Δύο φίλοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. Ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης, ὁ μὲν ἕτερος φθάσας ἀνέβη ἐπί τι δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο, ὁ δὲ ἕτερος μέλλων περικατάληπτος γίνεσθαι, πεσὼν κατὰ τοῦ ἐδάφους τὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο. Τῆς δὲ ἄρκτου προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινομένης τὰς ἀναπνοὰς συνεῖχε· φασὶ γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον. Ὑποχωρησάσης δέ, ὁ ἀπὸ τοῦ δένδρου καταβὰς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἴρηκεν. Ὁ δὲ εἶπε· «Τοῦ λοιποῦ τοιούτοις μὴ συνοδοιπορεῖν φίλοις οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ δοκιμάζουσιν.

[Δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους μια αρκούδα. Ο ένας έτρεξε κι ανέβηκε πάνω σ’ ένα δέντρο, κι εκεί παρέμενε κρυμμένος κι ασφαλής. Όμως ο άλλος δεν πρόφτασε ν’ απομακρυνθεί και να κρυφτεί, αλλά ξάπλωσε στο έδαφος και προσποιόταν τον πεθαμένο.

Η αρκούδα πλησίασε κοντά του και, με τη μουσούδα της, μύριζε την αναπνοή του. Εκείνος, απ’ το φόβο του, κρατούσε την αναπνοή του για κάμποση ώρα, και παρίστανε το νεκρό. Λένε πως οι αρκούδες ποτέ δεν αγγίζουν νεκρά σώματα.

Σε λίγο η αρκούδα απομακρύνθηκε απ’ το μέρος εκείνο. Τότε, εκείνος που είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο κατέβηκε κάτω, κι άρχισε να ρωτά τον άλλον, που παρίστανε τον πεθαμένο: «φίλε, πριν από λίγο είδα την αρκούδα να σου λέει κάτι στ’ αυτί. Για πες μου τί σού ’λεγε;». – «μου είπε άλλη φορά να μην ταξιδεύω με ‘φίλους’ που, όταν δουν τα σκούρα, τρέχουν να σώσουν μονάχα το δικό τους τομάρι κι αφήνουν τούς φίλους τους στο έλεος τής κάθε αρκούδας!».

Ο μύθος διδάσκει ότι ο γνήσιος φίλος φαίνεται στα δύσκολα.

Παροιμίες: «Ο καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται». Κρητική μαντινάδα: «Ποτέ δεν είπα φίλο μου όποιον θα μου γελάσει,/αν δεν τον έχω σε καημούς και πόνους δοκιμάσει». Σημερινή παροιμία: «Τους ανθρώπους τούς μετράς στο δάκρυ σου: ποιοι το προκάλεσαν, ποιοι το σκούπισαν και ποιοι δεν το άφησαν καν να τρέξει». «Φίλος καὶ ἵππος ἐν ἀνάγκῃ δοκιμάζονται». Αρχαίες γνώμες: «Ἐπὶ τὰ δεῖπνα τῶν φίλων βραδέως πορεύου, ἐπὶ δὲ τὰς ἀτυχίας ταχέως» (Στα δείπνα τών φίλων σου να πηγαίνεις σιγά σιγά, στις ατυχίες τους γρήγορα) (3.1.172γ, Χείλων Δαμαγήτου Λακεδαιμόνιος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). «Φίλοις εὐτυχοῦσι καὶ ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι» (Με τους φίλους σου να είσαι ίδιος, στις ευτυχίες και στις δυστυχίες τους) (3.1.172η, Περίανδρος Κυψέλου Κορίνθιος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). «Φίλοις βοήθει» (Να βοηθάς τους φίλους σου) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Φιλίαν ἀγάπα» (Να αγαπάς τη φιλία) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Φίλοις εὐνόει» (Να θέλεις το καλό τών φίλων σου) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Φίλῳ χαρίζου» (Να κάνεις τα χατίρια των φίλων σου) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Ἀνδρὸς κακῶς πράττοντος ἐκποδὼν φίλοι (Όταν σέ βρίσκει η δυστυχία, οι «φίλοι» γίνονται καπνός!) (Μένανδρος 32)./Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν (Μεγάλο προσόν τού φίλου είναι η πίστη στη φιλία κι όχι τα λόγια) (Μένανδρος 115). Λατινικές γνώμες: «Amicus certus in re incerta cernitur (Ο πιστός φίλος φαίνεται στη δύσκολη ώρα)./Amicus verus est rara avis (Ο γνήσιος φίλος είναι σπάνιο πουλί)./Plerumque in calamitate ex amicis inimici existunt (Ως επί το πλείστον στη δυστυχία ξεχωρίζουν οι εχθροί από τους φίλους)./Multos modios salis simul edendos esse ut amicitiae munus expletum sit (Πολλές κούπες αλάτι πρέπει να φάμε μαζί, για να γίνουμε αληθινοί φίλοι)./Verae amicitiae sempiternae sunt» (Οι πραγματικές φιλίες είναι αιώνιες). Τουρκική παροιμία: «Iyi gűn dostu» (Φίλος τού καλού καιρού). Αγγλική: «A friend in need is a friend indeed» (Ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται). Γαλλική: «C’est dans le besoin que l’on reconnait ses vrais amis» (Ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται)].

Πορευομένοις τισὶν ἐπὶ πρᾶξίν τινα κόραξ ὑπήντησε τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν πεπηρωμένος. Ἐπιστραφέντων δὲ αὐτῶν καί τινος ὑποστρέψαι παραινοῦντος, τοῦτο γὰρ σημαίνειν τὸν οἰωνόν, ἕτερος ὑποτυχὼν εἶπε· «Καὶ πῶς οὗτος ἡμῖν δύναται τὰ μέλλοντα μαντεύεσθαι, ὃς οὐδὲ τὴν ἰδίαν πήρωσιν προεῖδεν, ἵνα φυλάξηται;».

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐν τοῖς ἰδίοις ἄβουλοι καὶ εἰς τὰς τῶν πέλας συμβουλίας ἀδόκιμοί εἰσιν.

[Μια φορά κάποιοι άνθρωποι ταξίδευαν για δουλειές. Ξαφνικά συνάντησαν στο δρόμο τους έναν κόρακα, που ήταν βγαλμένο το ένα του μάτι, δηλαδή ήταν στραβός στο ένα μάτι του.

Εκείνη τη συνάντησή τους με τον στραβό κόρακα τη θεώρησαν κακό οιωνό, πίστεψαν δηλαδή ότι ο τυφλός κόρακας προοιωνιζόταν κάποια δική τους δυστυχία. Έτσι ένας από ’κείνη την παρέα πρότεινε στους άλλους να γυρίσουν πίσω. Κάποιος άλλος όμως πήρε το λόγο κι είπε: «σιγά που ξέρει αυτός να μας δείξει το μέλλον! Εδώ δε μπόρεσε να προβλέψει τη δικιά του στραβομάρα και να προστατευτεί, και θα προμαντέψει το δικό μας μέλλον;».

Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους: όποιοι είναι απερίσκεπτοι για τα δικά τους ζητήματα, δεν είναι σε θέση να παριστάνουν τούς συμβουλάτορες σε άλλους. Κάποιοι εμφανίζονται αρωγοί δήθεν και σωτήρες στα προβλήματα τών άλλων αλλά την ίδια στιγμή αδυνατούν να επιλύσουν τα ατομικά τους προβλήματα.

Παροιμίες: «Γιατρέ, τον εαυτό σου γιάτρεψε!». Λατινική: «Medice, cura te ipsum!» (Γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου!). (Βλέπε και το μύθο Μάντις)].

Δύο ἐν ταὐτῷ ὡδοιπόρουν. Ἑτέρου δὲ πέλεκυν εὑρόντος, ὁ ἕτερος ἔλεγεν· «Εὑρήκαμεν». Ὁ δὲ ἕτερος παρῄνει μὴ λέγειν «Εὑρήκαμεν», ἀλλ’ «Εὕρηκας». Μετὰ μικρὸν δὲ ἐπελθόντων αὐτοῖς τῶν ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν, ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον· «Ἀπολώλαμεν». Ἐκεῖνος δὲ ἔφη· «‹Μὴ ἀπολώλαμεν εἴπῃς›, ἀλλ’ ἀπόλωλα· οὐδὲ γὰρ, ὅτε τὸν πέλεκυν εὗρες, ἐμοὶ αὐτὸν ἀνεκοινώσω».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ μὴ μεταλαβόντες τῶν εὐτυχημάτων οὐδὲ ἐν ταῖς συμφοραῖς βέβαιοί εἰσι φίλοι.

[Δυο φίλοι βάδιζαν μαζί στο δρόμο. Ο ένας βρήκε ένα τσεκούρι, κι ο άλλος είπε: «βρήκαμε». Ο πρώτος τόν διόρθωνε: «δε θα λες ‘βρήκαμε’ αλλά ‘βρήκες’».

Μετά από λίγο παρουσιάστηκαν στους δυο φίλους εκείνοι οι άνθρωποι που είχαν χάσει το τσεκούρι και τους πήραν στο κυνήγι. Τότε εκείνος που κρατούσε το τσεκούρι έτρεχε να ξεφύγει και φώναζε στον συνταξιδιώτη του: «χαθήκαμε!». Εκείνος όμως τού την έφερε: «όχι ‘χαθήκαμε’, ‘πάω χαμένος’ θα λες! Θυμήσου πως όταν βρήκες το τσεκούρι, δεν μου παραχώρησες μερίδιο!».

Δίδαγμα: όσους δεν μοιράζονται την καλή σου τύχη, να μην τους λογαριάζεις για σταθερούς φίλους στις συμφορές σου. Ασφαλές κριτήριο για την αποτίμηση τών γνήσιων φίλων και για τη διάκρισή τους από τους ψευδεπίγραφους είναι οι ευτυχισμένες στιγμές τού βίου μας. Δηλαδή, αν οι άνθρωποι που μας περιστοιχίζουν αισθάνονται χαρά με τις χαρές μας, είναι γνήσιοι φίλοι μας. Αντίθετα, αν, όταν εμείς ευτυχούμε, εκείνοι θλίβονται, τότε συγκαταλέγονται στους εχθρούς μας.

Παροιμίες: «Ο καλός φίλος στη χαρά σου φαίνεται» (Χίος). «Εύχου τού ξένου κήπου, ν’ ανθεί ο δικός σου» (Κρήτη). «Ο φίλος είναι στσοι χαρές, κι ο εδικός στην πίκρα» (Κρήτη). «Αγάπη τού καλοκαιριού, να σ’ είχα το Γενάρη!»].

Ὁδοιπόροι θέρους ὥρᾳ περὶ μεσημβρίαν ὑπὸ καύματος τρυχόμενοι, ὡς ἐθεάσαντο πλάτανον, ὑπὸ ταύτην καταντήσαντες καὶ ἐν τῇ σκιᾷ κατακλιθέντες ἀνεπαύοντο. Ἀναβλέψαντες δὲ εἰς τὴν πλάτανον ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους ὡς ἀνωφελές ἐστιν ἀνθρώποις τοῦτο ἄκαρπον τὸ δένδρον. Ἡ δὲ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «Ὦ ἀχάριστοι, ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες, ἀχρείαν με καὶ ἄκαρπον ἀποκαλεῖτε».

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων τινὲς ἀτυχεῖς εἰσιν ὡς καὶ εὐεργετοῦντες τοὺς πέλας ἐπὶ τῇ χρηστότητι ἀπιστεῖσθαι.

[Κάποιοι οδοιπόροι βασανίζονταν μέσα στο καταμεσήμερο από την κάψα τού καλοκαιριού. Είδαν έναν πλάτανο και με ανακούφιση έκατσαν κάτω απ’ τη σκιά του. Εκεί ξεκουράζονταν και δροσίζονταν.

Όπως ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα, τα μάτια τους κοίταζαν στο εσωτερικό τού δέντρου. Είδαν τα φύλλα και τους καρπούς τού πλατάνου κι έλεγαν αναμεταξύ τους: «πόσο άχρηστο είναι τούτο το δέντρο για τους ανθρώπους! Δεν κάνει καν καρπούς ωφέλιμους. Οι καρποί του δεν τρώγονται ούτε από ανθρώπους ούτε από ζώα!».

Κι ο πλάτανος, αγαναχτισμένος, μίλησε με ανθρώπινη φωνή: «αχάριστοι, δε ντρέπεστε; Κάθεστε στη σκιά μου, ανακουφίζεστε απ’ τον καύσωνα, και την ίδια ώρα με αποκαλείτε άχρηστο δέντρο!!».

Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιους ανθρώπους: ενώ ωφελούν κι ευεργετούν τούς πάντες, κανείς δεν εκτιμά τη χρησιμότητά τους μήτε αναγνωρίζει την προσφορά τους.

Παροιμίες: «Αχάριστο ελεείς, νεκρό θυμιατίζεις», «Αχάριστο ευλογείς, νεκρό δανείζεις». «Φίδι φύλα το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι» (Γιάννενα). «Θρέψε τον κόρακα, για να σου βγάλει το μάτι σου» (Αμοργός). Γνώμη Θεόγνιδος: «Δειλοὺς εὖ ἕρδοντι ματαιοτάτη χάρις ἐστίν/ἶσον καὶ σπείρειν πόντον ἁλὸς πολιῆς./οὔτε γὰρ ἂν πόντον σπείρων βαθὺ λήιον ἀμῷς,/οὔτε κακοὺς εὖ δρῶν εὖ πάλιν ἀντιλάβοις./ἄπληστον γὰρ ἔχουσι κακοὶ νόον» (Θέογνις, Elegia st. 105-109 Diehl). Αρχαίες γνώμες: «Ἀχάριστος, ὅστις εὖ παθὼν ἀμνημονεῖ (Όποιος, παρόλο που ευεργετήθηκε, ξεχνά το καλό που δέχτηκε, αυτός λέγεται αχάριστος) (Μένανδρος 10)./Ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος (Ο αχάριστος άνθρωπος ας μη νομίζεται φίλος!) (Μένανδρος 40)./Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ (Όλ’ οι ευεργετημένοι παθαίνουν αμνησία) (Μένανδρος 170)./Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας (Υπάρχουν μερικοί που μισούν τούς ίδιους τούς ευεργέτες τους) (Μένανδρος 171)./Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστἀνταπόδοσις (Η γλυκιά κουβέντα σου ας είναι ανταπόδοση τού καλού που δέχτηκες!) (Μένανδρος 330)./Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις (Ύστερα από τη γενναιόδωρη προσφορά σου, πάρα πολύ σύντομα σβήνεται το καλό που έκαμες) (Μένανδρος 347). ἅμ᾽ ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις» (Ευεργετείς ανθρώπους; Δημιουργείς αχαρίστους!) (Μένανδρος, Suplemmentum ex Aldo 8). Λατινική: «Tu quoque, fili!» (Κι εσύ τέκνον![Βρούτε])].

QOSHE - Αισώπου μύθοι μέρος 26ο - Λεωνίδα Πυργάρη
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Αισώπου μύθοι μέρος 26ο

4 1
22.11.2023

Νεβρός ποτε πρὸς τὸν ἔλαφον εἶπε· «Πάτερ, σὺ καὶ μείζων καὶ ταχύτερος κυνῶν πέφυκας, καὶ κέρατα πρὸς τούτοις ὑπερφυᾶ φέρεις εἰς ἄμυναν. Τί δή ποτ’ οὖν οὕτω τούτους φοβῇ;». Κἀκεῖνος γελῶν εἶπεν· «Ἀληθῆ μὲν ταῦτα φῇς, τέκνον· ἓν δ’ οἶδα, ὡς, ἐπειδὰν κυνὸς ὑλακὴν ἀκούσω, αὐτίκα πρὸς φυγὴν οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐκφέρομαι».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν.

[Ένα ελαφάκι είδε τον πατέρα του που φοβόταν τα σκυλιά και τον ρώτησε: «εσύ είσαι πιο μεγαλόσωμος και πιο γρήγορος στα πόδια απ’ τα σκυλιά, και επιπλέον διαθέτεις καί τεράστια κέρατα, με τα οποία μπορείς να χτυπάς τούς εχθρούς σου και να αμύνεσαι. Γιατί λοιπόν φοβάσαι τα σκυλιά;».

Κι ο πατέρας τού ελαφακιού, χαμογελώντας για τα ίδια του τα χάλια, απάντησε: «καλά λες, παιδί μου! Δεν θά ’πρεπε να φοβάμαι, αλλά δε μπορώ να το ελέγξω: κάθε φορά που ακούω γάβγισμα σκύλου, με πιάνει πανικός και το βάζω στα πόδια».

Ο μύθος υπονοεί ότι καμμιά προτροπή ή εμψύχωση δε μπορεί να αλλάξει την ψυχολογία τών άτολμων και δειλών ανθρώπων.

Παροιμίες: «Κουνελόψυχος», «Χτυπά η καρδιά του σαν του λαγού», «Σαν το λαγό φογάται και τη σκιάν του». «ἡ καρδία μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ· φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος» (Ψαλμός Δαυΐδ, 54. 5-6). Ἐλάφειος ἀνήρ: ἐπὶ τοῦ δειλοῦ, ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ζώου. Δειλὸν γὰρ ἡ ἔλαφος» (Ζηνοβίου). «Ῥηγίνων δειλότερος: τοὺς δειλοὺς Ῥηγίνους ἔλεγον. Ξέναρχος γὰρ ὁ Σώφρονος υἱὸς εἰς δειλίαν ἐκωμῴδησε τοὺς Ῥηγίνους» (Ζηνοβίου). «Κανθάρου σκιά: ἐπὶ τῶν φοβουμένων, ἔνθα οὐ δεῖ» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].

Νέος ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα, ἱματίου αὐτῷ μόνου περιλειφθέντος, ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ἐλθοῦσαν, οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι, ὡς μηκέτι δεόμενος τοῦ ἱματίου, καὶ τοῦτο φέρων ἀπημπόλησεν. Ὕστερον δὲ χειμῶνος ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου, περιιών, ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην, ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ὦ αὕτη, σὺ κἀμὲ καὶ σὲ ἀπώλεσας».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάντα τὰ παρὰ καιρὸν δρώμενα ἐπισφαλῆ τυγχάνουσιν.

[Μια φορά ήταν ένας νεαρός, άσωτος και παραλυμένος. Αυτός έφαγε όλη την περιουσία τού πατέρα του. Δεν του είχε απομείνει τίποτα, παρά μονάχα ένα πανωφόρι.

Μια μέρα, αυτός ο άσωτος υιός είδε ένα χελιδόνι, το οποίο εμφανίστηκε πριν την ώρα του. Ο άσωτος, γεμάτος χαρά, πίστεψε πως είχε φτάσει κιόλας το καλοκαίρι και πως δεν χρειαζόταν πια το πανωφόρι του. Πήγε λοιπόν και το πούλησε κι αυτό.

Όμως, ύστερα από λίγο, πλάκωσε πάλι βαρυχειμωνιά κι έκανε τρομερό κρύο. Ο άσωτος τότε άρχισε να τριγυρνά εδώ κι εκεί, ώσπου είδε και το χελιδόνι να κείτεται κάτω ψόφιο. Τότε τού είπε: «καταραμένο πλάσμα, εσύ κατέστρεψες καί τον εαυτό σου καί εμένα!».

Δίδαγμα πρώτο: καθετί που γίνεται έξω απ’ την ώρα του και τον καιρό του εγκυμονεί κινδύνους.

Παροιμίες: «Όποιος βιάζεται σκοντάφτει κι όποιος τρέχει σκουντουφλά» (Χίος). «Γαμπρόν τον ανυπόμονον τον απορρίχτ' η νύφη./Το γλήορο με το καλό δεν πάν’ μαζίν τα δυό των» (Αμοργός). «Προτού του νου σ' μη τρέχ'ς» (Λέσβος). «Ο κάττης από τη βγιά ντου τυφλά κάνει τα παιδιά ντου» (Κρήτη). «Η σκύλλα από τη βιά τσ' κάνει τα κουτάβια τσ' στραβά» (Κρήτη). «Η βιάση ψένει το ψωμί μα δεν το καλοψένει». «Το γλήορον και το καλόν ‘εν παν μαζίν τα δκυό τους» (Κύπρος). Γνώμη Θεόγνιδος: «Βουλεύου δὶς καὶ τρίς, ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ·/ἀτηρὸς γάρ τοι λάβρος ἀνὴρ τελέθει» (Θέογνις, Elegia st. 633-634 Diehl). Γνώμη Μενάνδρου: «Προπέτεια πολλοῖς ἐστιν αἰτία κακῶν» (Η βιασύνη είναι αιτία πολλών κακών) (Μένανδρος, Supplementum ex Aldo 69).

Δίδαγμα δεύτερο: κάποιοι ανεγκέφαλοι και ασυλλόγιστοι άνθρωποι, με πολύ μεγάλη ευκολία, φορτώνουν τις δικές τους ευθύνες και παραλείψεις σε άλλους, επειδή δεν διαθέτουν το απαιτούμενο ηθικό ανάστημα ν’ αναγνωρίσουν τα λάθη τους και να διορθωθούν. Δηλαδή πάσχουν από ηθική ανεντιμότητα και ανανδρία].

Νοσῶν τις καὶ ἐπερωτώμενος ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ πῶς διετέθη, ἔλεγε πλέον τοῦ δέοντος ἱδρωκέναι. Ὁ δὲ ἔφη· Ἀγαθὸν τοῦτο. Ἐκ δευτέρου δὲ ἐρωτώμενος πῶς ἔχοι, ἔφη φρίκῃ συνεχόμενος διατετινάχθαι. Ὁ δέ· «Καὶ τοῦτο, ἔφη, ἀγαθόν». Τὸ δὲ τρίτον ὡς παρεγένετο καὶ ἐπηρώτα αὐτὸν περὶ τῆς νόσου, διαρροίᾳ περιπεπτωκέναι ἔφασκε. Κἀκεῖνος ἀγαθὸν καὶ τοῦτο φήσας ἀπηλλάγη. Τῶν δὲ οἰκείων τινὸς παραγενομένου πρὸς αὐτὸν καὶ πυνθανομένου πῶς ἔχοι, ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἐγώ σοι ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν ἀπόλωλα».

Οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τούτοις ὑπὸ τῶν πέλας μακαρίζονται τῇ ἔξωθεν οἰήσει, ἐφ’ οἷς αὐτοὶ παρ’ ἑαυτοῖς τὰ μάλιστα δυσφοροῦσιν.

[Ήταν κάποτε ένας άρρωστος που τον επισκέφτηκε ο γιατρός. Ο γιατρός γύρευε να πληροφορηθεί ποια ήταν η κατάσταση τού ασθενούς. Ο άρρωστος απάντησε πως είχε ιδρώσει πολύ περισσότερο απ’ το κανονικό. Ο γιατρός τον διαβεβαίωνε πως εκείνο το σύμπτωμα ήταν πολύ καλό. Στη δεύτερη επίσκεψη, ο γιατρός τον ξαναρώτησε πώς αισθάνεται. Ο ασθενής απάντησε πως τον είχαν πιάσει τέτοια ρίγη που έτρεμε όλο του το σώμα. – «Κι αυτό είναι πολύ καλό σύμπτωμα!» αποφάνθηκε ο σπουδαίος γιατρός. Την τρίτη φορά που τον επισκέφτηκε ο γιατρός για να εξετάσει την εξέλιξη τής αρρώστιας, ο άνθρωπος είπε πως είχε προσβληθεί από διάρροια. – «Πολύ ωραία, πολύ ωραία!» αναφώνησε πάλι.

Αργότερα επισκέφτηκε τον άρρωστο κάποιος συγγενής του και τον ρώτησε πώς πάει η υγεία του. – «Έχω τα μαύρα μου τα χάλια! Κατάντησα έτσι από τα πολλά καλά!».

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους: οι άλλοι, βασισμένοι στην εξωτερική τους εικόνα μονάχα, τους θεωρούν τυχερούς κι ευτυχισμένους, και μάλιστα για εκείνα τα πράγματα για τα οποία οι ίδιοι οι άνθρωποι στενοχωριούνται περισσότερο.

Παροιμίες: «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρ’ ο μουσαφίρης» (Ήπειρος). «Κάλλια ξέρ' ο λωλός νοικοκύρης, παρά........

© ΑΛΗΘΕΙΑ


Get it on Google Play