Το ισραηλινό διαδικτυακό περιοδικό 972 δημοσίευσε μια λεπτομερή έκθεση σχετικά με τη χρήση από το Ισραήλ ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης (AI) με την ονομασία «Lavender» [«Λεβάντα»] για τη στόχευση χιλιάδων Παλαιστινίων ανδρών κατά την εκστρατεία βομβαρδισμών στη Γάζα. Όταν το Ισραήλ επιτέθηκε στη Γάζα μετά τις 7 Οκτωβρίου, το σύστημα Lavender είχε μια βάση δεδομένων με 37.000 Παλαιστίνιους άνδρες με ύποπτους δεσμούς με τη Χαμάς ή την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ).

Το Lavender αποδίδει μια αριθμητική βαθμολογία, από το ένα έως το εκατό, σε κάθε άνδρα στη Γάζα, βασιζόμενο κυρίως σε δεδομένα κινητών τηλεφώνων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και προσθέτει αυτόματα όσους έχουν υψηλή βαθμολογία στον κατάλογο εκείνων που έχει σημαδέψει για εκτέλεση ως ύποπτων μαχητών. Το Ισραήλ χρησιμοποιεί ένα άλλο αυτοματοποιημένο σύστημα, γνωστό ως «Where’s Daddy?» [«Πού Είναι ο Μπαμπάς;»], για να καλούνται αεροπορικές επιδρομές που θα σκοτώσουν αυτούς τους άνδρες και τις οικογένειές τους στα σπίτια τους.

Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με έξι αξιωματικούς των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών που έχουν εργαστεί με αυτά τα συστήματα. Όπως εξήγησε ένας από τους αξιωματικούς στο 972, με την προσθήκη ενός ονόματος από την λίστα που δημιουργείται από τη Lavender στο σύστημα παρακολούθησης του σπιτιού «Where’s Daddy?», αυτός μπορεί να θέσει το σπίτι του άνδρα υπό συνεχή παρακολούθηση από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και μια αεροπορική επιδρομή θα εξαπολυθεί μόλις αυτός επιστρέψει στο σπίτι.

Οι αξιωματικοί δήλωσαν ότι η ‘παράπλευρη’ εξόντωση των διευρυμένων οικογενειών των ανδρών είχε μικρή σημασία για το Ισραήλ. «Ας πούμε ότι υπολογίζετε [ότι υπάρχει] ένας [μέλος της Χαμάς] συν 10 [πολίτες στο σπίτι]», είπε ο αξιωματικός. «Συνήθως, αυτοί οι 10 θα είναι γυναίκες και παιδιά. Έτσι, παραδόξως, καταλήγει ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που σκότωσες ήταν γυναίκες και παιδιά».

Οι αξιωματικοί εξήγησαν ότι η απόφαση να στοχεύουν χιλιάδες από αυτούς τους άνδρες στα σπίτια τους είναι απλώς θέμα χρηστικότητας. [Όπως είπαν] Είναι απλώς ευκολότερο να περιμένουμε να επιστρέψουν στο σπίτι τους στη διεύθυνση που είναι καταχωρημένη στο σύστημα και στη συνέχεια να βομβαρδίσουμε αυτό το σπίτι ή την πολυκατοικία, παρά να τους αναζητήσουμε στο χάος της εμπόλεμης Λωρίδας της Γάζας.

Το εξώφυλλο του συνταρακτικού ρεπορτάζ του Yuval Abraham με τίτλο: «Lavender: Η μηχανή τεχνητής νοημοσύνης που διευθύνει το αμόκ βομβαρδισμών του Ισραήλ στη Γάζα». Ο Abraham έγινε παγκόσμια γνωστός ως μέλος της κολεκτίβας των τεσσάρων Παλαιστινίων και Ισραηλινών που δημιούργησαν το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Καμία Άλλη Γη» (2024)—αναφέρεται στη βία των εποίκων στην Δυτική Όχθη.

Οι αξιωματικοί που μίλησαν στο 972 εξήγησαν ότι στις προηγούμενες ισραηλινές σφαγές στη Γάζα, οι ίδιοι δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στόχους αρκετά γρήγορα για να ικανοποιούν τα πολιτικά και στρατιωτικά τους αφεντικά, και έτσι αυτά τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης σχεδιάστηκαν για να λύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα για λογαριασμό τους. Η ταχύτητα με την οποία το Lavender μπορεί να δημιουργήσει νέους στόχους δίνει στους ανθρώπινους φροντιστές του κατά μέσο όρο μόνο 20 δευτερόλεπτα για να εξετάσουν και να σφραγίσουν κάθε όνομα, παρόλο που γνωρίζουν από δοκιμές του συστήματος Lavender ότι τουλάχιστον το 10% των ανδρών που επιλέγονται για δολοφονία και οικογενειοκτονία έχουν μόνο μια ασήμαντη ή λανθασμένη σχέση με τη Χαμάς ή την PIJ.[1]

Το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης Lavender είναι ένα νέο όπλο, που αναπτύχθηκε από το Ισραήλ. Αλλά το είδος των καταλόγων δολοφονίας που παράγει έχει μακρά ιστορία στους πολέμους των ΗΠΑ, στις κατοχές και στις επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος της CIA. Από τη γέννηση της CIA μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία καταλόγων δολοφονίας έχει στο μεταξύ εξελιχθεί ξεκινώντας από τα πρώτα πραξικοπήματα της CIA στο Ιράν και τη Γουατεμάλα, περνώντας στην Ινδονησία και το πρόγραμμα Phoenix στο Βιετνάμ τη δεκαετία του 1960, και συνεχίζοντας στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες του 1970 και 1980 και κατόπιν στις αμερικανικές κατοχές του Ιράκ και του Αφγανιστάν.

Ακριβώς όπως η ανάπτυξη των όπλων των ΗΠΑ επιδιώκει να βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος—ή στην αιχμή του θανάτου—της νέας τεχνολογίας, η CIA και οι στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ προσπαθούσαν πάντα να χρησιμοποιούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας επεξεργασίας δεδομένων για να εντοπίζουν και να σκοτώνουν τους εχθρούς τους.

Η CIA έμαθε ορισμένες από αυτές τις μεθόδους από τους Γερμανούς αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών που αιχμαλωτίστηκαν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλά από τα ονόματα στις ναζιστικές λίστες δολοφονιών δημιουργήθηκαν από μια μονάδα πληροφοριών που ονομαζόταν Fremde Heere Ost (Ξένοι Στρατοί Ανατολικά), υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Reinhard Gehlen, του επικεφαλής κατασκοπείας της Γερμανίας στο ανατολικό μέτωπο (βλ. David Talbot, The Devil’s Chessboard, σ. 268).

Ο Gehlen και η FHO δεν είχαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά είχαν πρόσβαση σε τέσσερα εκατομμύρια Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου από όλη την ΕΣΣΔ, και δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να τους βασανίσουν για να μάθουν τα ονόματα των εβραίων και των κομμουνιστών αξιωματούχων στις πόλεις καταγωγής τους για να καταρτίσουν λίστες δολοφονιών για την Gestapo και την Einsatzgruppen.

Μετά τον πόλεμο, όπως συνέβη και με τους 1.600 Γερμανούς επιστήμονες που φυγαδεύτηκαν από τη Γερμανία στο πλαίσιο της Επιχείρησης Paperclip, οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέφεραν τον Γκέλεν και το ανώτερο επιτελείο του στο Φορτ Χαντ στη Βιρτζίνια. Τους υποδέχτηκε ο Allen Dulles, που σύντομα θα γινόταν ο πρώτος και μέχρι σήμερα ο μακροβιότερος διευθυντής της CIA. Ο Dulles τους έστειλε πίσω στο Pullach της κατεχόμενης Γερμανίας για να συνεχίσουν τις αντισοβιετικές επιχειρήσεις τους ως πράκτορες της CIA. Η Οργάνωση Γκέλεν αποτέλεσε τον πυρήνα της μετέπειτα BND, της νέας δυτικογερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, με διευθυντή τον ίδιο τον Ράινχαρντ Γκέλεν μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1968.

Ο στρατηγός των Ναζί Reinhard Gehlen δίδαξε στους Αμερικανούς την τέχνη της κατάστρωσης λιστών θανάτου.
Ήταν ο διοικητής της κατασκοπείας της Γερμανίας στο ανατολικό μέτωπο κατά τον Β’ ΠΠ
και ο οργανωτής των εκτελέσεων κομμουνιστών και Εβραίων από την λίστα της
Fremde Heere Ost.
Μετά τον πόλεμο, οι Αμερικανοί, στους οποίους κατέφυγε, όχι μόνο δεν το δίκασαν για τα εγκλήματα πολέμου
που είχε διαπράξει αλλά επίσης
του ανέθεσαν (μαζί με την ομάδα του) να οργανώσει
τις μυστικές υπηρεσίες της Δ. Γερμανίας (
BND), τις οποίες διηύθυνε μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1968!
Την μετάλλαξή του επέβλεψε προσωπικά ο
Allen Dulles, o οποίος και τον στρατολόγησε στην CIA.

Αφού ένα πραξικόπημα της CIA απομάκρυνε τον δημοφιλή, δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό του Ιράν Μοχάμαντ Μοσαντέγκ το 1953, μια ομάδα της CIA με επικεφαλής τον Αμερικανό υποστράτηγο Νόρμαν Σβάρτσκοπφ εκπαίδευσε μια νέα υπηρεσία πληροφοριών, γνωστή ως SAVAK, στη χρήση λιστών δολοφονίας και βασανιστηρίων. Η SAVAK χρησιμοποίησε αυτές τις δεξιότητες για να εκκαθαρίσει την κυβέρνηση και τον στρατό του Ιράν από ύποπτους κομμουνιστές και αργότερα για να κυνηγήσει οποιονδήποτε τολμούσε να αντιταχθεί στον Σάχη.

Φωτογραφίες κρατουμένων γυναικών της Σαβάκ, της μυστικής αστυνομίας του Ρεζά Παχλαβί
(αναρτημένες σε πρώην φυλακή που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο στην Τεχεράνη).
Οι αμερικανο-βρετανοί ανέτρεψαν τη δημοκρατική κυβέρνηση του Μ. Μοσαντέκ
το 1953 και ανακήρυξαν τον Παχλαβί ‘Σάχη της Περσίας’.
Η Σαβάκ οργανώθηκε από τον Αμερικανό στρατηγό Ν. Σβάρτσκοπφ
και προχώρησε σε εκτεταμένο πρόγραμμα δολοφονιών
και φρικτών βασανιστηρίων για να στερεωθεί το καθεστώς.

Μέχρι το 1975, η Διεθνής Αμνηστία εκτιμούσε ότι το Ιράν κρατούσε μεταξύ 25.000 και 100.000 πολιτικούς κρατούμενους και είχε «το υψηλότερο ποσοστό θανατικών ποινών στον κόσμο, κανένα έγκυρο σύστημα πολιτικών δικαστηρίων και ένα ιστορικό βασανιστηρίων που ξεπερνά κάθε φαντασία».

Στη Γουατεμάλα, ένα πραξικόπημα της CIA το 1954 αντικατέστησε τη δημοκρατική κυβέρνηση του Jacobo Arbenz Guzman με μια βίαιη δικτατορία. Καθώς η αντίσταση αυξήθηκε τη δεκαετία του 1960, οι ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ ενώθηκαν με τον στρατό της Γουατεμάλας σε μια εκστρατεία καμένης γης στη Ζακάπα, η οποία σκότωσε 15.000 ανθρώπους για να νικήσει μερικές εκατοντάδες ένοπλους αντάρτες. Εν τω μεταξύ, οι εκπαιδευμένες από τη CIA αστικές ομάδες θανάτου απήγαγαν, βασάνιζαν και σκότωναν μέλη του PGT (Εργατικό Κόμμα Γουατεμάλας) στην Πόλη της Γουατεμάλας, ιδίως 28 εξέχοντες ηγέτες των εργατών που απήχθησαν και εξαφανίστηκαν τον Μάρτιο του 1966.

Μόλις αυτό το πρώτο κύμα αντίστασης καταπνίγηκε, η CIA δημιούργησε ένα νέο κέντρο τηλεπικοινωνιών και μια νέα υπηρεσία πληροφοριών, με έδρα το προεδρικό μέγαρο. Συνέταξε μια βάση δεδομένων των ‘ανατρεπτικών’ σε όλη τη χώρα, η οποία περιελάμβανε ηγέτες αγροτικών συνεταιρισμών και εργατών, φοιτητών και ιθαγενών ακτιβιστών, για να παρέχει συνεχώς διευρυνόμενες λίστες στα αποσπάσματα θανάτου. Ο εμφύλιος πόλεμος που προέκυψε μετατράπηκε σε γενοκτονία κατά των ιθαγενών στην Ιξίλ και στα δυτικά υψίπεδα που σκότωσε ή εξαφάνισε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους.

Ιθαγενείς Ιξίλ μεταφέρουν τα οστά (2012) από εκταφές εκτελεσμένων κατά την περίοδο της γενοκτονίας. Τα αποσπάσματα θανάτου στην χώρα οργανώθηκαν από την CIA η οποία τα εφοδίαζε με τις λίστες των μελλοθανάτων. Δρούσαν από το 1960 έως το 1996. Περιβόητο ανάμεσά τους ήταν το εξ ολοκλήρου εκπαιδευμένο από την CIA «Commando Six». Δείτε το σχετικό λήμμα της Wikipedia.

Αυτό το μοτίβο επαναλαμβανόταν σε όλο τον κόσμο, όπου οι δημοφιλείς, προοδευτικοί ηγέτες προσέφεραν ελπίδα στους λαούς τους με τρόπους που αμφισβητούσαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Όπως έγραψε ο ιστορικός Gabriel Kolko το 1988, «Η ειρωνεία της πολιτικής των ΗΠΑ στον Τρίτο Κόσμο είναι ότι, ενώ πάντα δικαιολογούσαν τους ευρύτερους στόχους και τις προσπάθειές τους στο όνομα του αντικομμουνισμού, οι ίδιοι οι στόχοι τους τις καθιστούσαν ανίκανες να ανεχθούν αλλαγές που επηρέαζαν σημαντικά τα δικά τους συμφέροντα από οποιαδήποτε πλευρά και αν προέρχονταν».

Όταν ο στρατηγός Σουχάρτο κατέλαβε την εξουσία στην Ινδονησία το 1965, η αμερικανική πρεσβεία συνέταξε έναν κατάλογο 5.000 κομμουνιστών για να κυνηγήσουν και να σκοτώσουν οι ομάδες θανάτου του. Η CIA υπολόγισε ότι τελικά αυτές σκότωσαν 250.000 ανθρώπους, ενώ άλλες εκτιμήσεις φτάνουν στο ένα εκατομμύριο.[2]

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η δημοσιογράφος Kathy Kadane διερεύνησε τον ρόλο των ΗΠΑ στη σφαγή στην Ινδονησία και μίλησε με τον Robert Martens, τον πολιτικό αξιωματικό που ηγήθηκε της ομάδας State-CIA που συνέταξε τη λίστα δολοφονιών. «Ήταν πραγματικά μεγάλη βοήθεια για τον στρατό», είπε ο Martens στην Kadane. «Πιθανότατα σκότωσαν πολλούς ανθρώπους και πιθανόν να έχω πολύ αίμα στα χέρια μου. Αλλά αυτό δεν είναι εντελώς κακό – υπάρχει ένας καιρός που πρέπει να χτυπήσεις δυνατά σε μια αποφασιστική στιγμή».

To συνταρακτικό ντοκιμαντέρ «The Act of Killing» (2012)—«Η Πράξη του Φόνου» με Ινδονησιακό τίτλο «Ο Χασάπης»—
καταγράφει την αναπαράσταση των μαζικών εκτελέσεων από τον
Anwar Congo,
έναν παρακρατικό δήμιο, και άλλους ομολόγους του, οι οποίοι περιγράφουν
και υπερηφανεύονται ανοιχτά για τις πράξεις τους.
Ο ένας εκ των σκηνοθετών,
o Joshua Oppenheimer, είπε ότι αυτά που έβλεπαν και άκουγαν
κατά τα γυρίσματα στοίχισαν ακριβά στην ψυχική τους υγεία.
Δείτε την αυθεντική κόπια των 166 λεπτών σε υψηλή ευκρίνεια (με αγγλικούς υπότιτλους)
στο YouTube.

Η Kathy Kadane μίλησε επίσης με τον πρώην διευθυντή της CIA William Colby, ο οποίος ήταν επικεφαλής του τμήματος Άπω Ανατολής της CIA τη δεκαετία του 1960. Ο Colby συνέκρινε τον ρόλο των ΗΠΑ στην Ινδονησία με το Πρόγραμμα Phoenix στο Βιετνάμ, το οποίο ξεκίνησε δύο χρόνια αργότερα, υποστηρίζοντας ότι και τα δύο ήταν επιτυχημένα προγράμματα για τον εντοπισμό και την εξάλειψη της οργανωτικής δομής των εχθρών της Αμερικής, των κομμουνιστών.

Το Πρόγραμμα Phoenix είχε σχεδιαστεί για να αποκαλύψει και να διαλύσει τη σκιώδη κυβέρνηση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (NLF) σε όλο το Νότιο Βιετνάμ. Το Συνδυασμένο Κέντρο Πληροφοριών του Phoenix στη Σαϊγκόν τροφοδοτούσε χιλιάδες ονόματα σε έναν υπολογιστή IBM 1401, μαζί με τις τοποθεσίες τους και τον υποτιθέμενο ρόλο τους στο NLF. Η CIA πίστωσε στο πρόγραμμα Phoenix τη δολοφονία 26.369 αξιωματούχων του NLF, ενώ άλλοι 55.000 φυλακίστηκαν ή πείστηκαν να αυτομολήσουν. Ο Seymour Hersh[3] εξέτασε κυβερνητικά έγγραφα του Νότιου Βιετνάμ που ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε 41.000.

Πόσοι από τους νεκρούς είχαν ταυτοποιηθεί σωστά ως αξιωματούχοι του NLF μπορεί να είναι αδύνατο να μάθουμε, αλλά οι Αμερικανοί που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του Φοίνιξ ανέφεραν ότι σκότωσαν λάθος ανθρώπους σε πολλές περιπτώσεις. Ο Navy SEAL Elton Manzione είπε στον συγγραφέα Douglas Valentine (The Phoenix Program) πώς σκότωσε δύο νεαρά κορίτσια σε μια νυχτερινή επιδρομή σε ένα χωριό και στη συνέχεια κάθισε πάνω σε μια στοίβα από κιβώτια πυρομαχικών με μια χειροβομβίδα και ένα M-16, απειλώντας να ανατιναχτεί, μέχρι να του δώσουν ένα εισιτήριο για το σπίτι του.

«Ολόκληρη η αύρα του πολέμου του Βιετνάμ επηρεάστηκε από τα όσα συνέβαιναν στις ομάδες ‘κυνηγών/δολοφόνων’ του Phoenix, της Delta κ.λπ.», είπε ο Manzione στον Valentine. «Αυτό ήταν το σημείο στο οποίο πολλοί από εμάς συνειδητοποίησαν ότι δεν ήμασταν πλέον οι καλοί με τα λευκά καπέλα που υπερασπίζονταν την ελευθερία—ότι ήμασταν δολοφόνοι, απλά και καθαρά. Αυτή η διάψευση μεταφέρθηκε σε όλες τις άλλες πτυχές του πολέμου και ήταν τελικά υπεύθυνη που αυτός έγινε ο πιο αντιδημοφιλής πόλεμος της Αμερικής».

Ακόμα και όταν η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και η ‘πολεμική κόπωση’ στις Ηνωμένες Πολιτείες οδήγησαν σε μια πιο ειρηνική επόμενη δεκαετία, η CIA συνέχισε να σχεδιάζει και να υποστηρίζει πραξικοπήματα σε όλο τον κόσμο και να παρέχει στις κυβερνήσεις μετά το πραξικόπημα όλο και περισσότερο ηλεκτρονικές λίστες δολοφονιών για να εδραιώσουν την εξουσία τους.

Ο υπολοχαγός Βίνσεντ Οκαμότο, αξιωματικός-σύνδεσμος πληροφοριών για το Πρόγραμμα Φοίνιξ για δύο μήνες το 1968 και κάτοχος του Σταυρού Διακεκριμένων Υπηρεσιών, είπε τα εξής: «Το πρόβλημα ήταν, πώς βρίσκεις τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μαύρη λίστα; Δεν είναι ότι είχες τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου τους. Η κανονική διαδικασία θα ήταν να πας σε ένα χωριό και να πιάσεις κάποιον και να πεις, “Πού είναι ο Nguyen έτσι κι έτσι;”. Τις μισές φορές οι άνθρωποι φοβόντουσαν τόσο πολύ που δεν έλεγαν τίποτα. Τότε μια ομάδα του Φοίνικα έπαιρνε τον πληροφοριοδότη, του έβαζε έναν σάκο άμμου στο κεφάλι, άνοιγε δύο τρύπες για να μπορεί να βλέπει, του έβαζε σύρμα στο λαιμό σαν ένα μακρύ λουρί, τον περπατούσε μέσα στο χωριό και του έλεγε: “Όταν περνάμε από το σπίτι του Nguyen ξύσε το κεφάλι σου”. Τότε εκείνο το βράδυ ο Φοίνικας θα επέστρεφε, θα χτυπούσε την πόρτα και θα έλεγε: “Πρωταπριλιά, καριόλη”. Όποιος άνοιγε την πόρτα θα γινόταν λιώμα. Όποιος άνοιγε την πόρτα ήταν κομμουνιστής, συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειας. Μερικές φορές επέστρεφαν στο στρατόπεδο με [κομμένα] αυτιά για να αποδείξουν ότι είχαν σκοτώσει ανθρώπους.»

Αφού υποστήριξε το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ στη Χιλή το 1973, η CIA έπαιξε κεντρικό ρόλο στην Επιχείρηση Κόνδορας, μια συμμαχία μεταξύ δεξιών στρατιωτικών κυβερνήσεων στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Ουρουγουάη, την Παραγουάη και τη Βολιβία, για να κυνηγήσουν δεκάδες χιλιάδες πολιτικούς αντιπάλους και αντιφρονούντες, σκοτώνοντας και εξαφανίζοντας τουλάχιστον 60.000 ανθρώπους.

Ο ρόλος της CIA στην Επιχείρηση Κόνδορας εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστικότητα, αλλά η Patrice McSherry, πολιτική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Λονγκ Άιλαντ, διερεύνησε τον ρόλο των ΗΠΑ και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Η Επιχείρηση Κόνδορας είχε επίσης τη συγκαλυμμένη υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης. Η Ουάσινγκτον παρείχε στον Κόνδορα στρατιωτικές πληροφορίες και εκπαίδευση, οικονομική βοήθεια, προηγμένους υπολογιστές, εξελιγμένη τεχνολογία παρακολουθήσεων και πρόσβαση στο ηπειρωτικό σύστημα τηλεπικοινωνιών που στεγαζόταν στη ζώνη της διώρυγας του Παναμά».

Οι χώρες που οι εγκάθετες των ΗΠΑ δικτατορικές τους κυβερνήσεις συμμετείχαν στο πρόγραμμα Κόνδωρ ήταν η Αργεντινή, Βολιβία, Βραζιλία, Χιλή, Παραγουάη και Ουρουγουάη. Σποραδικά συμμετείχε το Περού. Οργανωτής και χρηματοδότης οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στα πολιτικά στελέχη που ηγούνταν της επιχείρησης Κόνδωρ ανήκαν και οι Jorge Rafael Videla, Roberto Eduardo Viola, Leopoldo Galtieri, Reynaldo Bignone (Αργεντινή), Hugo Banzer (Βολιβία), Ernesto Geisel και João Figueiredo (Βραζιλία), Augusto Pinochet (Χιλή), Alfredo Stroessner (Παραγουάη), Francisco Morales Bermúdez (Περού), Juan María Bordaberry, Aparicio Méndez, Gregorio Conrado Álvarez (Ουρουγουάη), και τέλος, την ηγεμονική θέση κατείχε ο Henry Kissinger (ΗΠΑ). Το πρόγραμμα στοχευμένων δολοφονιών διήρκεσε από το 1975 έως το 1983 και κατά την διάρκειά του δολοφονήθηκαν 60,000-80,000 άνθρωποι που θεωρήθηκαν ύποπτοι αριστερών φρονημάτων ενώ επιπλέον 400-500 εκτελέστηκαν σε από κοινού οργανωμένες (διασυνοριακές) επιχειρήσεις. Ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων στα πλαίσια του προγράμματος ξεπέρασε τις 400,000 (στοιχεία από την Wikipedia, ο.π.).

Η έρευνα της McSherry αποκάλυψε πώς η CIA υποστήριζε τις υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών του Κόνδορα με ηλεκτρονικές συνδέσεις, ένα σύστημα τέλεξ και ειδικά κατασκευασμένες μηχανές κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης που κατασκευάστηκαν από το Τμήμα Εφοδιασμού της CIA. Όπως έγραψε στο βιβλίο της, Predatory States: Operation Condor and Covert War in Latin America (Αρπακτικά Κράτη: Επιχείρηση Κόνδορας και Μυστικός Πόλεμος στη Λατινική Αμερική):

«Το ασφαλές σύστημα επικοινωνιών του συστήματος Condor, το Condortel,… επέτρεπε στα κέντρα επιχειρήσεων του Condor τις χώρες μέλη να επικοινωνούν μεταξύ τους και με τον μητρικό σταθμό σε μια αμερικανική εγκατάσταση στη Ζώνη της Διώρυγας του Παναμά. Αυτή η σύνδεση με το στρατιωτικό-κατασκοπευτικό συγκρότημα των ΗΠΑ στον Παναμά αποτελεί βασικό στοιχείο σχετικά με τη μυστική υποστήριξη του Κόνδορα από τις ΗΠΑ…».

Η επιχείρηση Κόνδορας τελικά απέτυχε, αλλά οι ΗΠΑ παρείχαν παρόμοια υποστήριξη και εκπαίδευση σε δεξιές κυβερνήσεις στην Κολομβία και την Κεντρική Αμερική καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, σε αυτό που ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματικοί αποκάλεσαν «προσέγγιση αθόρυβη, μεταμφιεσμένη, μακριά από τα μέσα ενημέρωσης» για την οργάνωση της καταστολής και των λιστών δολοφονιών.

Στο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ο πόλεμος που δεν βλέπετε» ο διακεκριμένος Αυστραλός δημοσιογράφος και διανοούμενος John Pilger[4] περιέγραψε τον ρόλο της προπαγάνδας στη διεξαγωγή του πολέμου. Αναφέρεται ιδιαίτερα στη λειτουργία των στοχευμένων δολοφονιών μέσω λιστών θανάτου ως συμπλήρωμα της προπαγάνδας.

Η Σχολή της Αμερικής των ΗΠΑ (SOA) εκπαίδευσε χιλιάδες Λατινοαμερικάνους αξιωματικούς στη χρησιμοποίηση ομάδων βασανισμού και θανάτου, όπως περιέγραψε ο ταγματάρχης Τζόζεφ Μπλερ, πρώην επικεφαλής της SOA, στον Τζον Πίλτζερ για την ταινία του “Ο πόλεμος που δεν βλέπετε” (The War You Don’t See):

«Το δόγμα που διδασκόταν ήταν ότι, αν θέλεις πληροφορίες, χρησιμοποιείς σωματική κακοποίηση, φυλάκιση για ψευδείς λόγους, απειλές κατά των μελών της οικογένειας και δολοφονίες. Αν δεν μπορείς να πάρεις τις πληροφορίες που θέλεις, αν δεν μπορείς να κάνεις το άτομο να το βουλώσει ή να σταματήσει αυτό που κάνει, το δολοφονείς—και το δολοφονείς με μία από τις ομάδες θανάτου σου».

Όταν οι ίδιες μέθοδοι μεταφέρθηκαν στην εχθρική στρατιωτική κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ μετά το 2003, το Newsweek το τιτλοφόρησε «Η επιλογή του Σαλβαδόρ». Ένας Αμερικανός αξιωματικός εξήγησε στο Newsweek ότι οι αμερικανικές και ιρακινές ομάδες θανάτου στόχευαν Ιρακινούς πολίτες καθώς και μαχητές της αντίστασης. «Ο σουνιτικός πληθυσμός δεν πληρώνει κανένα τίμημα για την υποστήριξη που παρέχει στους τρομοκράτες», είπε. «Από την άποψή τους, είναι χωρίς κόστος. Πρέπει να αλλάξουμε αυτή την εξίσωση».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν στο Ιράκ δύο βετεράνους των βρώμικων πολέμων τους στη Λατινική Αμερική για να διαδραματίσουν βασικούς ρόλους στην εκστρατεία αυτή. Ο συνταγματάρχης Τζέιμς Στιλ είχε ηγηθεί της ομάδας στρατιωτικών συμβούλων των ΗΠΑ στο Ελ Σαλβαδόρ από το 1984 έως το 1986, εκπαιδεύοντας και επιβλέποντας τις δυνάμεις του Σαλβαδόρ που σκότωσαν δεκάδες χιλιάδες αμάχους. Ήταν επίσης βαθιά αναμεμειγμένος στο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα, γλιτώνοντας οριακά την ποινή φυλάκισης για τον ρόλο του στην επίβλεψη αποστολών από την αεροπορική βάση Ιλοπάνγκο στο Ελ Σαλβαδόρ προς τους υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ Κόντρας στην Ονδούρα και τη Νικαράγουα.

Στο Ιράκ, ο Στιλ επέβλεψε την εκπαίδευση των ειδικών αστυνομικών κομάντος του Υπουργείου Εσωτερικών – που μετονομάστηκαν σε “Εθνική” και αργότερα σε “Ομοσπονδιακή” Αστυνομία μετά την ανακάλυψη του κέντρου βασανιστηρίων της αλ Τζαντιρίγια και άλλων φρικαλεοτήτων.

Ο Μπαγιάν αλ-Τζαμπρ, διοικητής της πολιτοφυλακής Badr Brigade, η οποία είχε εκπαιδευτεί από το Ιράν, διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών το 2005 και οι πολιτοφύλακες της Badr ενσωματώθηκαν στην ομάδα θανάτου της Ταξιαρχίας των Λύκων και σε άλλες μονάδες της Ειδικής Αστυνομίας. Ο κύριος σύμβουλος του Τζαμπρ ήταν ο Steven Casteel, πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών της αμερικανικής υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών (DEA) στη Λατινική Αμερική.

Οι ομάδες θανάτου του Υπουργείου Εσωτερικών διεξήγαγαν βρώμικο πόλεμο στη Βαγδάτη και σε άλλες πόλεις, γεμίζοντας το νεκροτομείο της Βαγδάτης με έως και 1.800 πτώματα το μήνα, ενώ ο Casteel τροφοδοτούσε τα δυτικά μέσα ενημέρωσης με εξωφρενικές ιστορίες κάλυψης, όπως ότι οι ομάδες θανάτου ήταν όλοι τους ‘αντάρτες’ με κλεμμένες αστυνομικές στολές.

Οι βραβευμένοι αμερικανοί δημοσιογράφοι Dana Priest και William M. Arkin δημοσίευσαν ένα συνταρακτικό άρθρο στην Washington Post το 2011 για την υπερ-μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ JSOC, η οποία διεκπεραίωνε δολοφονίες κυρίως σε Ιράκ και Αφγανιστάν σύμφωνα με λίστες θανάτου—αλλά επίσης είναι γνωστή η δράση της και σε άλλες χώρες, π.χ. Αλγερία, Ιράν, Μαλαισία, Μάλι, Νιγηρία, Πακιστάν, Φιλιππίνες, Σομαλία και Συρία. Το άρθρο αποτελεί ουσιαστικά ένα κεφάλαιο από το εικονιζόμενο βιβλίο τους. Διαβάζουμε «…”Η CIA δεν έχει το μέγεθος ή την εξουσία να κάνει κάποια από τα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε εμείς”, δήλωσε ένας χειριστής της JSOC. Ο πρόεδρος έχει δώσει στην JSOC τη σπάνια εξουσία να επιλέγει άτομα για τη λίστα δολοφονιών της—και στη συνέχεια να τα σκοτώνει, αντί να τα συλλαμβάνει… Η μονάδα λαμβάνει τις διαταγές της απευθείας από τον πρόεδρο ή τον υπουργό άμυνας και διοικείται και εποπτεύεται από μια αλυσίδα διοίκησης αποκλειστικά στρατιωτικού χαρακτήρα». Η JSOC γιγαντώθηκε αφότου ανέλαβε τη διοίκησή της ο ταξίαρχος Stanley A. McChrystal το φθινόπωρο του 2003. Σύμφωνα με το άρθρο: «Η επιτυχία του JSOC στο να στοχεύει τα σωστά σπίτια, επιχειρήσεις και άτομα ήταν πάντα μόνο περίπου 50%, σύμφωνα με δύο ανώτερους διοικητές. Θεωρούσαν το ποσοστό αυτό καλό. “Μερικές φορές οι ενέργειές μας ήταν αντιπαραγωγικές”, δήλωσε ο McChrystal σε συνέντευξή του. “Λέγαμε: “Πρέπει να μπούμε μέσα και να σκοτώσουμε αυτόν τον τύπο”, αλλά απλώς τα αποτελέσματα της κινητικής μας δράσης [ΣΗΜ. έτσι αποκαλούνται οι δολοφονικές δραστηριότητες] έκαναν κάτι αρνητικό και αυτοί [οι συμβατικές δυνάμεις του στρατού που κατείχαν μεγάλο μέρος της χώρας] έμεναν να καθαρίσουν το χάος”…»

Εν τω μεταξύ, οι αμερικανικές δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων διεξήγαγαν νυχτερινές επιδρομές του τύπου ‘σκότωσε ή αιχμαλώτισε’ προς αναζήτηση των ηγετών της Αντίστασης. Ο στρατηγός Stanley McChrystal, διοικητής της ‘Κοινής Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων’ [Joint Special Operations Command, JSOC] από το 2003 έως το 2008, επέβλεψε την ανάπτυξη ενός συστήματος βάσης δεδομένων, που χρησιμοποιήθηκε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, το οποίο συγκέντρωνε αριθμούς κινητών τηλεφώνων που εξορύσσονταν από αιχμαλωτισμένα κινητά τηλέφωνα για να δημιουργεί έναν συνεχώς διευρυνόμενο κατάλογο στόχων για νυχτερινές εφόδους και αεροπορικές επιδρομές.

Η στόχευση κινητών τηλεφώνων αντί πραγματικών ανθρώπων επέτρεψε την αυτοματοποίηση του συστήματος στόχευσης και απέκλεισε ρητά τη χρήση ανθρώπινων πληροφοριών για την επιβεβαίωση των στοιχείων ταυτότητας. Δύο ανώτεροι διοικητές των ΗΠΑ δήλωσαν στην Washington Post ότι μόνο οι μισές νυχτερινές έφοδοι έπλητταν το σωστό σπίτι ή πρόσωπο.

Στο Αφγανιστάν, ο πρόεδρος Ομπάμα τοποθέτησε τον McChrystal επικεφαλής των δυνάμεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ το 2009, και η «ανάλυση κοινωνικών δικτύων» που βασίστηκε σε κινητά τηλέφωνα επέτρεψε την εκθετική αύξηση των νυχτερινών επιδρομών, από 20 επιδρομές ανά μήνα τον Μάιο του 2009 σε έως και 40 ανά νύχτα μέχρι τον Απρίλιο του 2011.

Όπως και με το σύστημα Lavender στη Γάζα, αυτή η τεράστια αύξηση των στόχων επιτεύχθηκε παίρνοντας ένα σύστημα που είχε αρχικά σχεδιαστεί για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση ενός μικρού αριθμού ανώτερων διοικητών του εχθρού και εφαρμόζοντάς το σε όλους όσους θεωρούνταν ύποπτοι για διασυνδέσεις με τους Ταλιμπάν, με βάση τα δεδομένα των κινητών τους τηλεφώνων.

Αυτό οδήγησε στη σύλληψη μιας ατελείωτης πλημμυρίδας αθώων πολιτών, έτσι ώστε οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι έπρεπε να απελευθερώνονται γρήγορα για να δημιουργηθεί χώρος για νέους. Οι αυξημένες δολοφονίες αθώων αμάχων σε νυχτερινές εφόδους και αεροπορικές επιδρομές τροφοδότησαν την ήδη σφοδρή αντίσταση κατά της κατοχής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και τελικά οδήγησαν στην ήττα της.

Η εκστρατεία του προέδρου Ομπάμα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη για τη δολοφονία ύποπτων εχθρών στο Πακιστάν, την Υεμένη και τη Σομαλία ήταν εξίσου αδιάκριτη, με αναφορές που δείχνουν ότι το 90% των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στο Πακιστάν ήταν αθώοι πολίτες.

Και όμως, ο Ομπάμα και η ομάδα εθνικής ασφαλείας του συνέχιζαν να συνεδριάζουν στον Λευκό Οίκο κάθε ‘Τρομοκρατική Τρίτη’ για να επιλέξουν ποιον θα στοχοποιούσαν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη εκείνη την εβδομάδα, χρησιμοποιώντας έναν οργουελικό, ηλεκτρονικό «πίνακα διευθετήσεων» για να παρέχουν τεχνολογική κάλυψη για τις αποφάσεις τους σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο.

Σύμφωνα με τους New York Times ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα—εδώ με τον σύμβουλό του εθνικής ασφάλειας Thomas E. Donilon (αρ.) και τον επικεφαλής σύμβουλό του κατά της τρομοκρατίας John O. Brennan (δεξ.)—είχε καθιερώσει συνεδριάσεις κάθε Τρίτη στην ‘αίθουσα καταστάσεων’ του Λευκού Οίκου. Σε αυτές οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν μια ηλεκτρονικά καταρτισμένη λίστα θανάτου, τον επονομαζόμενο ‘πίνακα διευθετήσεων’, για να αποφασίζουν ποιοι από τους καταγεγραμμένους θα δολοφονούνταν την επόμενη βδομάδα από αμερικανικά drones. Σύμφωνα με άρθρο στο Foreign Policy, σε αυτές τις επιθέσεις στο Πακιστάν, για κάθε σκοτωμένο εχθρικό μαχητή αντιστοιχούσαν δέκα ή περισσότεροι νεκροί άμαχοι.

Εξετάζοντας αυτή την εξέλιξη των όλο και πιο αυτοματοποιημένων συστημάτων για τη θανάτωση και τη σύλληψη εχθρών, μπορούμε να δούμε πώς, καθώς η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία πληροφοριών έχει εξελιχθεί από τα τέλεξ στα κινητά τηλέφωνα και από τους πρώτους υπολογιστές της IBM στην τεχνητή νοημοσύνη, η ανθρώπινη νοημοσύνη και ευαισθησία που θα μπορούσε να εντοπίσει τα λάθη, να δώσει προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή και να αποτρέψει τη δολοφονία αθώων πολιτών έχει σταδιακά περιθωριοποιηθεί και αποκλειστεί, καθιστώντας αυτές τις επιχειρήσεις πιο βάναυσες και τρομακτικές από ποτέ.

Ο Nicolas[5] έχει τουλάχιστον δύο καλούς φίλους που επέζησαν από τους βρώμικους πολέμους στη Λατινική Αμερική επειδή κάποιος που εργαζόταν στην αστυνομία ή στο στρατό τους ειδοποίησε ότι τα ονόματά τους ήταν σε μια λίστα θανάτου, ο ένας στην Αργεντινή και ο άλλος στη Γουατεμάλα. Αν η μοίρα τους είχε αποφασιστεί από μια μηχανή τεχνητής νοημοσύνης όπως η Lavender, θα ήταν και οι δύο νεκροί εδώ και καιρό.

Όπως και με τις υποτιθέμενες προόδους σε άλλα είδη οπλικής τεχνολογίας, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και οι βόμβες και οι πύραυλοι “ακριβείας”, οι καινοτομίες που ισχυρίζονται ότι κάνουν τη στόχευση πιο ακριβή και εξαλείφουν το ανθρώπινο λάθος, έχουν αντίθετα οδηγήσει στην αυτοματοποιημένη μαζική δολοφονία αθώων ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, κλείνοντας πλήρεις κύκλους από το ένα ολοκαύτωμα στο επόμενο.

Πηγή: Counterpunch.org

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

Στην παρούσα μετάφραση όλες οι φωτογραφίες—εκτός από την πρώτη—μαζί με τις λεζάντες τους καθώς και οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.

Οι Medea Benjamin και Nicolas J. S. Davies είναι οι συγγραφείς του βιβλίου War in Ukraine: Making Sense of a Senseless Conflict, το οποίο διατίθεται από την OR Books από τον Νοέμβριο του 2022.

[1] Ο Alastair Crooke εκτιμά ότι σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Γάζας έχουν καθημερινά επαφές με κάποιον που αυτά τα συστήματα ΑΙ θεωρούν ως άνθρωπο της Χαμάς, αφού η Χαμάς ασκεί την πολιτική διοίκηση της Γάζας ως η εκλεγμένη κυβέρνηση. Αυτόματα, επομένως, όλοι οι κάτοικοι ανεβαίνουν ψηλά στον βαθμολογικό πίνακα καθώς ο κάθε ένας μεταφέρει την ιδιότητα του δήθεν ‘μέλους της Χαμάς’ στον άλλο μόνο και μόνο μιλώντας μεταξύ τους στο κινητό τηλέφωνο. Όπως γράφει: «Έχοντας περάσει μερικά χρόνια εργαζόμενος στη Γάζα, επιτρέψτε μου να πω ότι όλοι γνώριζαν ή μιλούσαν με κάποιον από τη Χαμάς στη Γάζα. Η Χαμάς κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές εκεί το 2006: Σχεδόν όλοι θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- είναι “συνδεδεμένοι”».

[2] Για τις οργανωμένες από τη CIA σφαγές στην Ινδονησία το ντοκιμαντέρ «The Act of Killing» παραμένει συγκλονιστικό και ανεπανάληπτο. Μπορείτε να δείτε το director’s cut σε υψηλή ευκρίνεια εδώ.

[3] Χωρίς paywall εδώ

[4] To Antapocrisis είχε δημοσιεύσει στην μνήμη του το κείμενό του «Επιβάλλοντας την σιωπή στους αμνούς: πώς λειτουργεί η προπαγάνδα».

[5] Ο ένας εκ των δύο συγγραφέων του άρθρου

Οι Medea Benjamin και Nicolas J. S. Davies είναι οι συγγραφείς του βιβλίου War in Ukraine: Making Sense of a Senseless Conflict, το οποίο διατίθεται από την OR Books από τον Νοέμβριο του 2022.

QOSHE - Μια Σύντομη Ιστορία των Λιστών Δολοφονιών, από το Langley έως την Lavender - Medea Benjamin And Nicholas J.s. Davies
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Μια Σύντομη Ιστορία των Λιστών Δολοφονιών, από το Langley έως την Lavender

27 6
27.04.2024

Το ισραηλινό διαδικτυακό περιοδικό 972 δημοσίευσε μια λεπτομερή έκθεση σχετικά με τη χρήση από το Ισραήλ ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης (AI) με την ονομασία «Lavender» [«Λεβάντα»] για τη στόχευση χιλιάδων Παλαιστινίων ανδρών κατά την εκστρατεία βομβαρδισμών στη Γάζα. Όταν το Ισραήλ επιτέθηκε στη Γάζα μετά τις 7 Οκτωβρίου, το σύστημα Lavender είχε μια βάση δεδομένων με 37.000 Παλαιστίνιους άνδρες με ύποπτους δεσμούς με τη Χαμάς ή την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ).

Το Lavender αποδίδει μια αριθμητική βαθμολογία, από το ένα έως το εκατό, σε κάθε άνδρα στη Γάζα, βασιζόμενο κυρίως σε δεδομένα κινητών τηλεφώνων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και προσθέτει αυτόματα όσους έχουν υψηλή βαθμολογία στον κατάλογο εκείνων που έχει σημαδέψει για εκτέλεση ως ύποπτων μαχητών. Το Ισραήλ χρησιμοποιεί ένα άλλο αυτοματοποιημένο σύστημα, γνωστό ως «Where’s Daddy?» [«Πού Είναι ο Μπαμπάς;»], για να καλούνται αεροπορικές επιδρομές που θα σκοτώσουν αυτούς τους άνδρες και τις οικογένειές τους στα σπίτια τους.

Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με έξι αξιωματικούς των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών που έχουν εργαστεί με αυτά τα συστήματα. Όπως εξήγησε ένας από τους αξιωματικούς στο 972, με την προσθήκη ενός ονόματος από την λίστα που δημιουργείται από τη Lavender στο σύστημα παρακολούθησης του σπιτιού «Where’s Daddy?», αυτός μπορεί να θέσει το σπίτι του άνδρα υπό συνεχή παρακολούθηση από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και μια αεροπορική επιδρομή θα εξαπολυθεί μόλις αυτός επιστρέψει στο σπίτι.

Οι αξιωματικοί δήλωσαν ότι η ‘παράπλευρη’ εξόντωση των διευρυμένων οικογενειών των ανδρών είχε μικρή σημασία για το Ισραήλ. «Ας πούμε ότι υπολογίζετε [ότι υπάρχει] ένας [μέλος της Χαμάς] συν 10 [πολίτες στο σπίτι]», είπε ο αξιωματικός. «Συνήθως, αυτοί οι 10 θα είναι γυναίκες και παιδιά. Έτσι, παραδόξως, καταλήγει ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που σκότωσες ήταν γυναίκες και παιδιά».

Οι αξιωματικοί εξήγησαν ότι η απόφαση να στοχεύουν χιλιάδες από αυτούς τους άνδρες στα σπίτια τους είναι απλώς θέμα χρηστικότητας. [Όπως είπαν] Είναι απλώς ευκολότερο να περιμένουμε να επιστρέψουν στο σπίτι τους στη διεύθυνση που είναι καταχωρημένη στο σύστημα και στη συνέχεια να βομβαρδίσουμε αυτό το σπίτι ή την πολυκατοικία, παρά να τους αναζητήσουμε στο χάος της εμπόλεμης Λωρίδας της Γάζας.

Το εξώφυλλο του συνταρακτικού ρεπορτάζ του Yuval Abraham με τίτλο: «Lavender: Η μηχανή τεχνητής νοημοσύνης που διευθύνει το αμόκ βομβαρδισμών του Ισραήλ στη Γάζα». Ο Abraham έγινε παγκόσμια γνωστός ως μέλος της κολεκτίβας των τεσσάρων Παλαιστινίων και Ισραηλινών που δημιούργησαν το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Καμία Άλλη Γη» (2024)—αναφέρεται στη βία των εποίκων στην Δυτική Όχθη.

Οι αξιωματικοί που μίλησαν στο 972 εξήγησαν ότι στις προηγούμενες ισραηλινές σφαγές στη Γάζα, οι ίδιοι δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στόχους αρκετά γρήγορα για να ικανοποιούν τα πολιτικά και στρατιωτικά τους αφεντικά, και έτσι αυτά τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης σχεδιάστηκαν για να λύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα για λογαριασμό τους. Η ταχύτητα με την οποία το Lavender μπορεί να δημιουργήσει νέους στόχους δίνει στους ανθρώπινους φροντιστές του κατά μέσο όρο μόνο 20 δευτερόλεπτα για να εξετάσουν και να σφραγίσουν κάθε όνομα, παρόλο που γνωρίζουν από δοκιμές του συστήματος Lavender ότι τουλάχιστον το 10% των ανδρών που επιλέγονται για δολοφονία και οικογενειοκτονία έχουν μόνο μια ασήμαντη ή λανθασμένη σχέση με τη Χαμάς ή την PIJ.[1]

Το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης Lavender είναι ένα νέο όπλο, που αναπτύχθηκε από το Ισραήλ. Αλλά το είδος των καταλόγων δολοφονίας που παράγει έχει μακρά ιστορία στους πολέμους των ΗΠΑ, στις κατοχές και στις επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος της CIA. Από τη γέννηση της CIA μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία καταλόγων δολοφονίας έχει στο μεταξύ εξελιχθεί ξεκινώντας από τα πρώτα πραξικοπήματα της CIA στο Ιράν και τη Γουατεμάλα, περνώντας στην Ινδονησία και το πρόγραμμα Phoenix στο Βιετνάμ τη δεκαετία του 1960, και συνεχίζοντας στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες του 1970 και 1980 και κατόπιν στις αμερικανικές κατοχές του Ιράκ και του Αφγανιστάν.

Ακριβώς όπως η ανάπτυξη των όπλων των ΗΠΑ επιδιώκει να βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος—ή στην αιχμή του θανάτου—της νέας τεχνολογίας, η CIA και οι στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ προσπαθούσαν πάντα να χρησιμοποιούν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας επεξεργασίας δεδομένων για να εντοπίζουν και να σκοτώνουν τους εχθρούς τους.

Η CIA έμαθε ορισμένες από αυτές τις μεθόδους από τους Γερμανούς αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών που αιχμαλωτίστηκαν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλά από τα ονόματα στις ναζιστικές λίστες δολοφονιών δημιουργήθηκαν από μια μονάδα πληροφοριών που ονομαζόταν Fremde Heere Ost (Ξένοι Στρατοί Ανατολικά), υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Reinhard Gehlen, του επικεφαλής κατασκοπείας της Γερμανίας στο ανατολικό μέτωπο (βλ. David Talbot, The Devil’s Chessboard, σ. 268).

Ο Gehlen και η FHO δεν είχαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά είχαν πρόσβαση σε τέσσερα εκατομμύρια Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου από όλη την ΕΣΣΔ, και δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να τους βασανίσουν για να μάθουν τα ονόματα των εβραίων και των κομμουνιστών αξιωματούχων στις πόλεις καταγωγής τους για να καταρτίσουν λίστες δολοφονιών για την Gestapo και την Einsatzgruppen.

Μετά τον πόλεμο, όπως συνέβη και με τους 1.600 Γερμανούς επιστήμονες που φυγαδεύτηκαν από τη Γερμανία στο πλαίσιο της Επιχείρησης Paperclip, οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέφεραν τον Γκέλεν και το ανώτερο επιτελείο του στο Φορτ Χαντ στη Βιρτζίνια. Τους υποδέχτηκε ο Allen Dulles, που σύντομα θα γινόταν ο πρώτος και μέχρι σήμερα ο μακροβιότερος διευθυντής της CIA. Ο Dulles τους έστειλε πίσω στο Pullach της κατεχόμενης Γερμανίας για να συνεχίσουν τις αντισοβιετικές επιχειρήσεις τους ως πράκτορες της CIA. Η Οργάνωση Γκέλεν αποτέλεσε τον πυρήνα της μετέπειτα BND, της νέας δυτικογερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών, με διευθυντή τον ίδιο τον Ράινχαρντ Γκέλεν μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1968.

Ο στρατηγός των Ναζί Reinhard Gehlen δίδαξε στους Αμερικανούς την τέχνη της κατάστρωσης λιστών θανάτου.
Ήταν ο διοικητής της κατασκοπείας της Γερμανίας στο ανατολικό μέτωπο κατά τον Β’ ΠΠ
και ο οργανωτής των εκτελέσεων κομμουνιστών και Εβραίων από την λίστα της
Fremde Heere Ost.
Μετά τον πόλεμο, οι Αμερικανοί, στους οποίους κατέφυγε, όχι μόνο δεν το δίκασαν για τα εγκλήματα πολέμου
που είχε διαπράξει αλλά επίσης
του ανέθεσαν (μαζί με την ομάδα του) να οργανώσει
τις μυστικές υπηρεσίες της Δ. Γερμανίας (
BND), τις οποίες διηύθυνε μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1968!
Την μετάλλαξή του επέβλεψε προσωπικά ο
Allen Dulles, o οποίος και τον στρατολόγησε στην CIA.

Αφού ένα πραξικόπημα της CIA απομάκρυνε τον δημοφιλή, δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό του Ιράν Μοχάμαντ Μοσαντέγκ το 1953, μια ομάδα της CIA με επικεφαλής τον Αμερικανό υποστράτηγο Νόρμαν Σβάρτσκοπφ εκπαίδευσε μια νέα υπηρεσία πληροφοριών, γνωστή ως SAVAK, στη χρήση λιστών δολοφονίας και βασανιστηρίων. Η SAVAK χρησιμοποίησε αυτές τις δεξιότητες για να εκκαθαρίσει την κυβέρνηση και τον στρατό του Ιράν από ύποπτους κομμουνιστές και αργότερα για να κυνηγήσει οποιονδήποτε τολμούσε να αντιταχθεί στον Σάχη.

Φωτογραφίες κρατουμένων γυναικών της Σαβάκ, της μυστικής αστυνομίας του Ρεζά Παχλαβί
(αναρτημένες σε πρώην φυλακή που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο στην Τεχεράνη).
Οι αμερικανο-βρετανοί ανέτρεψαν τη δημοκρατική κυβέρνηση του Μ. Μοσαντέκ
το 1953........

© antapoCRISIS


Get it on Google Play