Τον Φεβρουάριο του 1922, ο Αχιλλέας Ράτι, βιβλιοθηκάριος, ορειβάτης και θαυμαστής του Μαρκ Τουέιν, ανέβηκε στην κορυφή του Βατικανού. Ο Πάπας Πίος ο ΙΔ’, οκτώ μήνες πριν ο Μουσολίνι ολοκληρώσει την πορεία του προς την Ιταλική Πρωθυπουργία, είχε δημιουργηθεί. Από εκεί και πέρα, ως δυο ματαιόδοξοι ηγέτες που βρέθηκαν στον ίδιον τόπο την ίδια εποχή, έζησαν και προόδευσαν παράλληλα.

Για 17 χρόνια οι δύο άνδρες κυριαρχούσαν στις χωριστές σφαίρες τους στη Ρώμη. O Μουσολίνι έχτιζε έναν φασιστικό καθεστώς κι ο Ράτι έχτιζε το πιο μικρό κρατίδιο στην Ευρώπη. Σε όλο αυτό το διάστημα είναι ζήτημα αν συναντήθηκαν έστω μία φορά, αλλά είχαν και οι δυο εμπλακεί σε ένα σκοτεινό σκάκι στρατηγικών που η μελέτη του αποτελεί μια εκπληκτική έρευνα για την άσκηση εξουσίας.

Επικοινωνούσαν ασταμάτητα βέβαια μέσω πρεσβευτών και μοναχών, μέσω του Τύπου, αφού ο καθένας είχε το ημερήσιο όργανό του, και μέσω αόρατων μεσολαβητών, όπως επεσήμανε η Lucy Hughes-Hallett. Από τα άφθονα αρχεία των ανταλλαγών τους, ερευνητές που ασχολήθηκαν επισταμένα με την σχέση τους όπως ο Cornwell ή ο Kertzer έφεραν στην επιφάνεια την συναρπαστική ιστορία δύο οξύθυμων –και συχνά παράλογων–εξουσιαστών και την αμφίσημη σχέση της ‘θρησκείας της αγάπης’ με τον φασισμό.

Δεν τους συνέδεσε μόνο η θεμελιώδης στρατηγική απόφαση ενός πολιτικού ηγέτη, πιστού στην ιδεολογία του και στα χειριστικά αφηγήματά της, να χτίσει την κοινωνική συνοχή γύρω από τον ‘θρόνο του’ με ενοχοποίηση και αποκλεισμό των άλλων, κι «ενός εκκλησιαστικού ηγέτη να προστατεύσει το δικό του ποίμνιο αντί να μιλήσει για την υπεράσπιση αυτών» (Kertzer) των διωκόμενων του καιρού του, αλλά και το ότι μεγάλο μέρος της φασιστικής ιδεολογίας ήταν εμπνευσμένο από την θρησκευτική παράδοση, κυρίως την καθολική αλλά όχι μόνο, από τότε που δημιουργήθηκε η ευρωπαϊκή εκδοχή του χριστιανισμού, από τότε δηλαδή που τα ευαγγέλια συναντήθηκαν με τις προγενέστερες δομές και δοξασίες της ηπείρου – τον αυταρχισμό, τη μισαλλοδοξία και τη βαθιά καχυποψία κατά των διαφορετικών.

Και οι δυο περιφρονούσαν και βασίζονταν ο ένας στον άλλον. Η άνοδος του Μουσολίνι, γνωστού στα νιάτα του ως μαγγιαπρίτη – ιεροφάγου – δεν προοιώνισε καλά πράγματα για τον παπισμό. Οι φασιστικές ομάδες, χλευάζοντας την εκθήλυνση του ανθρώπου που πρότεινε ο Χριστιανισμός με το «αγαπάτε αλλήλους» και θαυμάζοντας την θρησκεία της προγονικής γης και τα Κολοσσαία, χτυπούσαν κληρικούς και τρομοκρατούσαν τους καθολικούς συλλόγους νεολαίας. Αλλά ο Μουσολίνι, όμοια με τον Χίτλερ, όμοια με τους ακροδεξιούς σήμερα, είδε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εκκλησία για να νομιμοποιήσει την εξουσία του απέναντι σε έναν βαθιά θρησκευόμενο λαό. Γι’ αυτό άρχισε να προσελκύει τον κλήρο. Βάφτισε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Έδωσε χρήματα για την αναστήλωση εκκλησιών. Έβαλε πάλι, μετά από δύο γενιές ανεξιθρησκίας, σταυρούς στα δικαστήρια και τις τάξεις της Ιταλίας. Και ο Πάπας πείστηκε ότι με τη βοήθεια του Μουσολίνι η Ιταλία θα μπορούσε να γίνει, για άλλη μια φορά, ένα «θρησκευτικό κράτος» στο εσωτερικό του οποίου θα μπορούσε να είναι ο απόλυτος Μονάρχης, και ό,τι αυτό συνεπαγόταν, στο δικό του κρατίδιο.

Κι ο Πάπας, που θεωρούσε ότι μόνο η Εκκλησία μπορούσε να αξιώνει τον Τίτλο ‘τιμής’ του ολοκληρωτισμού αφού «ο άνθρωπος μονάχα σε αυτήν μπορούσε να ανήκει ολοκληρωτικά», από την δημόσια συμπεριφορά ως τις πιο ιδιωτικές επιλογές του κάτω από το Πανοπτικόν του ενός και μόνο Κυρίου και των εκπροσώπων του επί γης, συμφώνησε να παρελάσουν οι ιερείς του προσευχόμενοι για τον Ντούτσε και να αποδώσουν λατρεία όχι σε θρησκευτικά αλλά σε φασιστικούς βωμούς.

Η Συνθήκη του Λατεράνου είχε γεννηθεί. Στις 11 Φλεβάρη του 1929, στο ομώνυμο Παλάτι, το Βασίλειο της Ιταλίας αποφάσιζε να αποζημιώσει οικονομικά όχι τους βαλλόμενους από την παγκόσμια οικονομική κρίση και την σε αποδρομή μα πρόσφατη πανδημία Ισπανικής γρίπης, -για τα οποία άλλωστε έφταιγαν οι αμαρτωλοί- αλλά την πανίσχυρη Παπική Εκκλησία για τα πάλαι ποτέ παπικά εδάφη και να της παραχωρήσει έναν εντυπωσιακό αριθμό εκταρίων στην καρδιά της Ιταλικής Πρωτεύουσας ώστε να δημιουργηθεί το Βατικανό.

Ο Πίος και ο κύκλος του βέβαια ανησυχούσε για τα συμφέροντα του ποιμνίου του. Και ανησυχούσε με τον τρόπο που και σήμερα ανησυχούν οι Εκκλησιαστικοί ηγέτες για την οικογένεια. Αν και βάλλεται οικονομικά, αποστερείται παιδευτικά και στηρίζεται σε πολλαπλούς ρητές και άρρητες κακοποιήσεις όπως διαμορφώνεται και διαμορφώνει, η ανησυχία εδραζόταν στο πόσο μπορούσε να καταρρεύσει όχι από τις αιτίες δυσλειτουργίας της αλλά από το αήθες των καιρών.

Το Βατικανό ανησυχούσε για τις ανεπαρκώς ντυμένες γυναίκες – τα εξώπλατα μπλουζάκια και τα ελαφρά ρούχα των γυναικών γυμναστών ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Που θα κατέληγε τέλος πάντων η Ιταλική οικογένεια και νεολαία; Ο φεμινισμός, εβραϊκή και μπολσεβίκικη συνομωσία, έβγαζε τις γυναίκες από τους παραδοσιακούς τους ρόλους και τις αναμενόμενες συμπεριφορές και τις προωθούσε σε χώρους δημόσιους όπου μπορούσαν να εργαστούν εις βάρος της υγιούς εστίας. Ο Μουσολίνι έσπευσε να συμφωνήσει δηλώνοντας επίσημα ότι, «στο άμεσο μέλλον, τα μαθήματα γυμναστικής των κοριτσιών θα έχουν σχεδιαστεί μόνο για να κάνουν τις γυναίκες να ταιριάζουν σε μητέρες γιων φασιστών». Αυστηρές, άτεγκτες, και προγραμματισμένες, όπως ο ηθικισμος του θεαθήναι και ο ηθικός πανικός ‘υπέρ δομών και εξουσιών’ αντικαθιστούσε κάθε ουσιαστική πολιτική και κοινωνική ηθική.

Ο Μουσολίνι έγινε στυλοβάτης, με τον ίδιον τρόπο, στον πόλεμο του Πάπα κατά των αιρέσεων – απαγορεύοντας βιβλία και περιοδικά κατά παραγγελία. Αλλά ο Μουσολίνι δημιουργούσε μια δική του αίρεση: «Σου προσφέρω ταπεινά τη ζωή μου, ω Ντούτσε», τραγούδησαν 2000 ιερείς κι 60 Επίσκοποι σε κεντρική παρέλαση στην Ρώμη τα 1938, καθώς η προσευχή επιβαλλόταν να γενικευτεί στα σχολεία.

Όμοια και το Μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, όσο κι αν οι αντιπαπιστές καμώνονται πως δεν αφορά την δική τους Εκκλησιαστική δομή, έδινε γη και ύδωρ ισχυροποιώντας ως κρατικό θεσμό την Εκκλησία ενώ τα Εκκλησιαστικά έντυπα προσεύχονταν για τον «Εθνάρχη», προετοίμαζαν την έλευσή του και χαιρέτιζαν την επικράτησή του: «Διαπιστών ο πρόεδρος της κυβερνήσεως τον από του κομμουνισμού κίνδυνον, ο οποίος επ’ εσχάτων σοβαρότατα ηπείλησε τον ελληνικόν λαόν, ως και πόσον η ελληνική νεολαία ”παρεσύρετο από τους ανατροπείς εις ανοήτους και αντεθνικάς ουτοπίας”, υπό των οποίων ωδηγείτο ”εις την κόλασιν της απελπισίας και του υλισμού”/…/ Η μεταβολή αύτη , συνισταμένη εις την αναστήλωσιν των εθνικών ιδανικών, εις την επαναγωγήν του έθνους εις την βασιλικήν οδόν της ελληνικής ηθικής και ευγενείας , εις την ανασύνταξιν της ελληνικής ψυχής εν τω στίβω της ορθοδόξου θρησκείας , της κολυμβήθρας ταύτης και της κιβωτού του ημετέρου έθνους» γραφόταν σε δυο διαφορετικά άρθρα στο όργανο της Ιεράς Συνόδου «Εκκλησία» εκείνη την εποχή, την ίδια εποχή που στο όνομα της ελληνικής παιδείας καίγονταν χιλιάδες βιβλία σε πλατείες και απαγορευόταν στα σχολεία η διδασκαλία του Επιταφίου του Περικλή, της Πολιτείας του Πλάτωνα και της Αντιγόνης του Σοφοκλή και άλλων αντεθνικών βιβλίων. Σχέση που συνεχίζεται απρόσκοπτα εναντίον του κοινωνικού φλελευθερισμού και σήμερα.

Ούτε ο Πάπας ούτε ο υπουργός Εξωτερικών του ήταν ευχαριστημένοι, αυτοί άλλωστε είχαν το αποκλειστικό συμβόλαιο με τον υπεράνω όλων Ηγέτη, αλλά φοβήθηκαν να προσβάλουν τον δικτάτορα. Και έτσι οι ιερείς παρέλασαν με πομπή στη Ρώμη, αν και η στρατολόγηση των ιερέων της για τη λατρεία ενός κοσμικού ηγεμόνα ήταν να ταπεινώσει τον εφημέριο του Θεού στη γη . Ο Πίος είχε νεύρα. Ο Μουσολίνι ήταν τρελός. Αλλά χρήσιμος. «Μα είναι εύκολο να χειραγωγήσεις την εκκλησία», είπε στους νέους του συμμάχους στη ναζιστική Γερμανία. Με μερικές φορολογικές εκπτώσεις και δωρεάν σιδηροδρομικά εισιτήρια για τον κλήρο, έχω το Βατικανό τόσο σφιχτά στην τσέπη μου» που είχε κηρύξει ακόμη και τη γενοκτονική εισβολή του στην Αβησσυνία «ιερό πόλεμο».

Άλλωστε, από το 1933, οι φασιστικές συγκεντρώσεις άρχιζαν συνήθως με μια πρωινή λειτουργία που γιόρταζε ένας ιερέας, και οι εκκλησίες και οι καθεδρικοί ναοί ήταν σημαντικά στηρίγματα της ολοκληρωτικής κρατικής εξουσίας. Σύμφωνα με τα αρχεία, μια κληρονομιά που το Βατικανό κάλυψε επιτυχημένα με τον τεράστιο μηχανισμό προπαγάνδας του, ο Πάπας Πίος ΙΔ’ συνεργάστηκε στενά με τον Μουσολίνι ως το τέλος της θητείας του, προσφέροντας στο φασιστικό καθεστώς την οργανωτική δύναμη και την ηθική νομιμότητα που κατείχε ήδη επί αιώνες η Παπική Εκκλησία. Και ο Μουσολίνι το ανταπέδωσε παρομοίως. Ήταν μια ιδιαίτερα περίεργη συμμαχία, όπως σημειώνει ο Kertzer στο βιβλίο του ο Πάπας κι ο Μουσολίνι, αλλά και οι δύο πλευρές επωφελήθηκαν από τη συμφωνία. Γιατί, βλέπετε, καμιά κοινά επωφελής συμφωνία δεν αφήνει αδιάφορους εξουσιαστές, ούτε αυτούς που ηγούνται καθεστώτων μίσους, ούτε αυτούς που ηγούνται της θρησκείας της αγάπης.

QOSHE - Εμείς και η Συνθήκη του Λατεράνου - Ελένη Καρασαββίδου
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Εμείς και η Συνθήκη του Λατεράνου

14 1
18.02.2024

Τον Φεβρουάριο του 1922, ο Αχιλλέας Ράτι, βιβλιοθηκάριος, ορειβάτης και θαυμαστής του Μαρκ Τουέιν, ανέβηκε στην κορυφή του Βατικανού. Ο Πάπας Πίος ο ΙΔ’, οκτώ μήνες πριν ο Μουσολίνι ολοκληρώσει την πορεία του προς την Ιταλική Πρωθυπουργία, είχε δημιουργηθεί. Από εκεί και πέρα, ως δυο ματαιόδοξοι ηγέτες που βρέθηκαν στον ίδιον τόπο την ίδια εποχή, έζησαν και προόδευσαν παράλληλα.

Για 17 χρόνια οι δύο άνδρες κυριαρχούσαν στις χωριστές σφαίρες τους στη Ρώμη. O Μουσολίνι έχτιζε έναν φασιστικό καθεστώς κι ο Ράτι έχτιζε το πιο μικρό κρατίδιο στην Ευρώπη. Σε όλο αυτό το διάστημα είναι ζήτημα αν συναντήθηκαν έστω μία φορά, αλλά είχαν και οι δυο εμπλακεί σε ένα σκοτεινό σκάκι στρατηγικών που η μελέτη του αποτελεί μια εκπληκτική έρευνα για την άσκηση εξουσίας.

Επικοινωνούσαν ασταμάτητα βέβαια μέσω πρεσβευτών και μοναχών, μέσω του Τύπου, αφού ο καθένας είχε το ημερήσιο όργανό του, και μέσω αόρατων μεσολαβητών, όπως επεσήμανε η Lucy Hughes-Hallett. Από τα άφθονα αρχεία των ανταλλαγών τους, ερευνητές που ασχολήθηκαν επισταμένα με την σχέση τους όπως ο Cornwell ή ο Kertzer έφεραν στην επιφάνεια την συναρπαστική ιστορία δύο οξύθυμων –και συχνά παράλογων–εξουσιαστών και την αμφίσημη σχέση της ‘θρησκείας της αγάπης’ με τον φασισμό.

Δεν τους συνέδεσε μόνο η θεμελιώδης στρατηγική απόφαση ενός πολιτικού ηγέτη, πιστού στην ιδεολογία του και στα χειριστικά αφηγήματά της, να χτίσει την κοινωνική συνοχή γύρω από τον ‘θρόνο του’ με ενοχοποίηση και αποκλεισμό των άλλων, κι «ενός εκκλησιαστικού ηγέτη να προστατεύσει το δικό του ποίμνιο αντί να μιλήσει για την υπεράσπιση αυτών» (Kertzer) των διωκόμενων του καιρού του, αλλά και το ότι μεγάλο μέρος της φασιστικής ιδεολογίας ήταν εμπνευσμένο από την θρησκευτική παράδοση, κυρίως την καθολική αλλά όχι μόνο, από τότε που δημιουργήθηκε η ευρωπαϊκή εκδοχή του χριστιανισμού, από τότε δηλαδή που τα ευαγγέλια συναντήθηκαν με τις προγενέστερες δομές και δοξασίες της ηπείρου – τον αυταρχισμό, τη μισαλλοδοξία και τη βαθιά καχυποψία κατά των διαφορετικών.

Και οι δυο περιφρονούσαν και βασίζονταν ο ένας στον άλλον. Η άνοδος του Μουσολίνι, γνωστού στα νιάτα του ως μαγγιαπρίτη – ιεροφάγου – δεν προοιώνισε καλά πράγματα για τον παπισμό. Οι φασιστικές........

© TVXS


Get it on Google Play